30 Μάρτη 1952 - 30 Μάρτη 2015 63 χρόνια από τη δολοφονία του κομμουνιστή ηγέτη ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ
Στις 30 Μάρτη συμπληρώθηκαν 63 χρόνια από τη δολοφονία του κομμουνιστή ηγέτη Νίκου Μπελογιάννη.
Δεν είχαν καλά-καλά κλείσει τρία χρόνια από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου
1946—1949 που, όπως είναι γνωστό, τον προκάλεσαν οι ξένοι σε συμμαχία
με την ελληνική αντίδραση, για να υποδουλώσουν ξανά τον ηρωικό λαό μας
και για να μετατρέψουν τη χώρα μας σε πολεμικό προγεφύρωμα εναντίον τής
Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών.
Ήταν ημέρα Κυριακή. Πριν ακόμα χαράξει, μέσα στη νύχτα, σαν κοινός δολοφόνος, το κράτος των γερμανοτσολιάδων που πλέον είχαν ντυθεί αμερικανοτσολιάδες, το κράτος των μαυραγοριτών που έχτιζε «Νέους Παρθενώνες» στη Μακρόνησο, είχε εκτελέσει τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του.
Ήταν ημέρα Κυριακή. Πριν ακόμα χαράξει, μέσα στη νύχτα, σαν κοινός δολοφόνος, το κράτος των γερμανοτσολιάδων που πλέον είχαν ντυθεί αμερικανοτσολιάδες, το κράτος των μαυραγοριτών που έχτιζε «Νέους Παρθενώνες» στη Μακρόνησο, είχε εκτελέσει τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του.
Η «Αναγέννηση» θα σκιαγραφήσει κατοπινά, με τα παρακάτω λόγια τη μορφή του ακλόνητου κομμουνιστή Νίκου Μπελογιάννη:
«Σεμνός Αγωνιστής, που δούλεψε σ’ ολόκληρη τη ζωή του για την υπόθεση του λαού μας. Άξιος ηγέτης, πατριώτης και Δημοκράτης, που αντιμετώπισε με ανυπέρβλητη τόλμη την Αμερικανοκρατία και την υποτέλεια, χωρίς, ούτε για μια στιγμή να σκεφτεί την παραμικρή υποχώρηση, χωρίς, ποτέ, να διανοηθεί καιροσκοπικούς ελιγμούς για να σώσει τη ζωή του. Πάντα χαρούμενος και γελαστός με μια αυτοκυριαρχία πρωτόφαντη. Έμπειρος οδηγητής, βαθύς γνώστης των πολιτικών πραγμάτων σε εθνική και Διεθνή κλίμακα. Διαπνέονταν από μεγάλη πίστη στα υψηλά ιδανικά του και μια απέραντη αισιοδοξία για τα πεπρωμένα του Λαϊκού κινήματος. Υπερασπίστηκε κατά τέτοιο τρόπο τα συμφέροντα των εργαζομένων, ώστε κατόρθωσε να επιβάλλει το σεβασμό και το θαυμασμό σ’ όλους τους Έλληνες, ακόμη και στους αντιπάλους του. Με το ανώτερο ήθος του και τον ακέραιο χαρακτήρα του, συνδυαζόμενα, αρμονικά, με την απαράμιλλη γενναιότητά του και την παλληκαριά του, συγκίνησε και συγκλόνισε τις ψυχές όλων των ανθρώπων τόσο κατά τη διάρκεια της δίκης του, όσο και μετά την εκτέλεσή του».
Θα ηχούν με αμείωτη δύναμη και θα διδάσκουν τους κομμουνιστές και το λαό μας και στους σημερινούς αγώνες τους, τα περήφανα λόγια του στις δίκες σκοπιμότητας που έστησε η ντόπια αντίδραση και οι ξένοι ιμπεριαλιστές, προστάτες και κηδεμόνες της:
«Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και, ακριβώς, αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για το σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας. Πιστεύω ότι δικάζοντάς μας σήμερα, δικάζετε τον αγώνα για την ειρήνη, δικάζετε την Ελλάδα».
Με αφορμή τη συμπλήρωση 63 χρόνων από τη δολοφονία του Νίκου Μπελογιάννη και λίγες μέρες μετά την επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821, δημοσιεύουμε παρακάτω αποσπάσματα από τη μελέτη του για τα «Δάνεια της ανεξαρτησίας» (από το βιβλίο του «ΤΟ ΞΕΝΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ», εκδόσεις ΑΓΡΑ, σελίδες 53- 70).
Τα δάνεια της ανεξαρτησίας
Α' Το πρώτο δάνειο
Μόλις άρχισε η επανάσταση του '21, αρχίζουν κι οι ξένοι τοκογλύφοι το θεάρεστο έργο τους σε βάρος ενός λαού που' χυνε ποτάμι το αίμα για τη λευτεριά. Ειν' αλήθεια ότι μέσα στις συνθήκες που πάλευαν οι Έλληνες , χωρίς τ' απαραίτητα οικονομικά μέσα ακόμη και για την αγορά λίγου μπαρουτιού, ένα εξωτερικό δάνειο με καλούς όρους θα βοηθούσε σημαντικά, θα δυνάμωνε και θα 'δινε φτερά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Οι ξένοι τοκογλύφοι, με συνεργούς τους ντόπιους κοτζαμπάσηδες, τους Φαναριώτες και τους πάμπλουτους καραβοκυραίους, κατάφεραν να ωφελήσουν μονάχα το πουγκί τους και τους ξένους τυχοδιώκτες από τα δύο μπεζαχτά της επανάστασης. Τη μεγάλη και θλιβερήν τους ιστορία, που είναι για γέλια και για κλάματα, θα τη διηγηθώ τώρα παρακάτω, αρχίζοντας από το πρώτο δάνειο.
Μόλις ξέσπασε η επανάσταση, ο λαός πρόσφερνε ό,τι είχε και δεν είχε. Οι αγρότες τα ζώα τους και τα γεννήματά τους, οι τσοπαναραίοι και το τελευταίο τους πρόβατο, οι κοπέλες τις προίκες τους, οι γυναίκες τους άντρες τους, και όλοι μαζί, χωριάτες και τσοπάνηδες, ναύτες και μικροτεχνίτες, άντρες και γυναίκες έδιναν το αίμα τους και τη ζωή τους για να λευτερωθεί ο τόπος από τον ξένο ζυγό.
Στο μεγάλο αυτό εθνικό σάλπισμα της λευτεριάς, οι αστοκοτζαμπάσηδες ξέρετε τι πρόσφεραν; Αφού αντιδράσανε στην κήρυξη της επανάστασης και ύστερα αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος θέλοντας και μη, όχι μόνο δεν άνοιξαν το παραφουσκωμένο πουγκί τους να δώσουν έστω κι ένα γρόσι για τον αγώνα, αλλά βουτήχτηκαν και μεταξύ τους ποιος θα πρωταρπάξει περισσότερα χτήματα απ' αυτά που παράτησαν οι Τούρκοι. Κι όμως, τα χτήματα τούτα – πολλά κι αρκετά εύφορα – ονομάστηκαν «εθνικά» κι είχε αποφασιστεί να πουληθούνε και τα λεφτά να διατεθούν για τον αγώνα. Μα και η πράξη τούτη ήτανε, το πιο πολύ, μανούβρα των κοτζαμπάσηδων για να μη μοιραστούν τα χωράφια στο λαό, μα να τα πάρουν αυτοί για ένα κομμάτι ψωμί, αν δεν κατάφερναν να τα βουτήξουν με το ζόρι.
Οι ζάπλουτοι πάλι Κουντουριώτηδες κι άλλοι πλούσιοι καραβοκυραίοι, αφού εξόντωσαν τον αρχηγό των ναυτών, τον ανδρείο καπετάνιο Οικονόμου, που τους ανάγκασε να 'ρθούν με το ζόρι στην επανάσταση, ριχτήκαν με τα καράβια τους πιο πολύ στο πλιάτσικο παρά στον τούρκικο στόλο.
Κι έτσι, αφού ξοδεύτηκαν τα λίγα λεφτά της Φιλικής Εταιρείας και των εμπόρων και πραγματευτάδων του εξωτερικού, η επανάσταση δεν διέθετε πια πεντάρα για τη συνέχιση του αγώνα. Με τους φόρους δεν ήτανε δυνατό ν' αντιμετωπιστεί η κατάσταση.
[…]
Βέβαια, ο καθένας δεν δάνειζε και τόσο εύκολα την κυβέρνηση μιας χούφτας επαναστατών, που τα 'χαν βάλει με μια μεγάλη αυτοκρατορία. Αλλ' ακριβώς πάνω σ' αυτό ποντάρισαν, κι αυτή τη δύσκολη κατάσταση εκμεταλλεύτηκαν οι ξένοι τοκογλύφοι για να μας επιβάλουν όρους βαριούς, πρωτάκουστους.
Ακούστε τους να φρίξετε: Οι Έλληνες πληρεξούσιοι είχαν εντολή να βρουν ένα δάνειο ίσαμε 800.000 λίρες και να δώσουν για εγγύηση τα «εθνικά» χτήματα, τις πρόσοδες των τελευταίων, τις αλυκές και τα διβάρια. Στα δεφτέρια τους λοιπόν έγραψαν και οι τραπεζίτες Longman, O' Brien, Ellice ότι μας δάνεισαν 800.000 λίρες. Αυτό όμως ήταν το ονομαστικό ποσό. Γιατί κάθε δάνειο που κλείνεται σε μια χρηματαγορά, έχει ονομαστική και πραγματική τιμή. Ονομαστική λέμε το ποσό που λένε ότι δανείζουν, και πραγματική, όσα πραγματικά δανείζουν. Σαν βάση παίρνουμε το εκατό και την πραγματική τιμή την καθορίζουν με ποσοστό στα %. Έτσι όταν λέμε ότι το δάνειο τάδε βγήκε 95%, αυτό πάει να πει ότι αν η ονομαστική τιμή ήταν 100 δραχμές, η πραγματική θα 'ταν 95. δηλαδή παίρνεις 95 δραχμές και σε χρεώνουν εκατό. Εννοείται ότι και τους τόκους τους πληρώνεις με βάση την ονομαστική τιμήκαι όχι την πραγματική. Κανονικά και δίκαια βέβαια η ονομαστική πρέπει να 'ναι ίση με την πραγματική τιμή. Όταν μάλιστα οι εγγυήσεις ενός δανείου είναι μεγάλες, η δεύτερη ξεπερνάει και την πρώτη. Οι κερδοσκόποι όμως προσπαθούν σχεδόν πάντοτε η πραγματική τιμή να 'ναι πολύ μικρότερη από την ονομαστική, αλλά η διαφορά δεν πρέπει να ξεπερνάει τις λίγες μονάδες.
Μα σ' αυτό το δικό μας πρώτο δάνειο ούτε περνάει απ' το μυαλό σας ποια ήταν η πραγματική τιμή. Μόλις 59%! Πράγμα που θέλει να ειπεί ότι μας χρέωσαν 800.000 λίρες και θα μας έδιναν μόνον το 59%, δηλαδή 472.000. Έτσι κι ο πραγματικός τόκος αυτόματα διπλασιάστηκε και από 5% έγινε 9. Για εγγύηση των τόκων δόθηκαν όλα τα δημόσια έσοδα και για το κεφάλαιο όλα τα εθνικά χτήματα. Αν έμενε τίποτε άλλο, οι Έλληνες πληρεξούσιοι θα το έδιναν πρόθυμα!
[...]
Οι διαχειριστές του δανείου έδωσαν παραγγελία έναν ολόκληρο στόλο, έξι καράβια παράγγειλαν στην Αγγλία – μια κορβέτα και πέντε ατμοκίνητα, τα δύο μικρά και τα τρία μεγάλα - άλλες δυο φρεγάτες παραγγέλθηκαν στην Αμερική κι η τεχνική επιστασία της δουλειάς ανατέθηκε, από τον όμιλο των τραπεζιτών που ανεμοσκόρπιζε το δάνειο, σ' έναν απόστρατο συντ/χη του ιππικού. Από τα έξι εγγλέζικα μόνο η κορβέτα «Κατερίνα», ύστερα από μεγάλες προσπάθειες του φιλέλληνα Άστιγγα, κατάφερε να πλεύσει τα τέλη του 1826 στην Ελλάδα, σε τέτοια όμως κατάσταση, που ήταν αδύνατον να χρησιμοποιηθεί αμέσως στον αγώνα. Από τα δυο μεγάλα ατμοκίνητα το ένα κάηκε στις δοκιμές στον Τάμεση και το δεύτερο έφτασε στην Ελλάδα το ... Σεπτέμβρη του 1828, αλλά ήταν άχρηστο και δεν μπορούσε να κινηθεί! Από τα τρία μικρά πάλι το ένα μόνο έφτασε στα νερά μας όταν είχε πια τελειώσει η επανάσταση! Τα άλλα δύο ξέμειναν στην Αγγλία, γιατί στάθηκε αδύνατον να πλεύσουν!
Μα δεν ήσαν μικρότερα και τα κατορθώματα του απόστρατου συνταγματάρχη στην Αμερική. Κόντευε να τελειώσει η επανάσταση κι οι δυο φρεγάτες βρισκόντουσαν ακόμα στα σκαριά, ώσπου στο τέλος ύστερα από ξεσήκωμα των φιλελλήνων της Αμερικής, ξεκίνησε μόνο η φρεγάτα «Ελλάς» και κατάφερε να φτάσει αργά πολύ στ' Ανάπλι, αφού στοίχισε δεκαπλάσια από το κανονικό.
Και για την κακή της μοίρα, την τίναξε στον αέρα ο Μιαούλης το 1831, ηθικός όμως αυτουργός της πράξης ήσαν οι «προστάτιδες δυνάμεις» και οι αστοκοτζαμπάσηδες. Η δεύτερη φρεγάτα, παρόλο που ακριβοπληρώθηκε, ούτε φάνηκε πουθενά. Κι έτσι, ενώ πληρώσαμε ένα στόλο ολόκληρο, ούτε ένα καράβι της προκοπής δεν ήρθε στα χέρια μας, όταν χρειαζότανε. Από τα λεφτά του δανείου ένα μεγάλο μέρος διατέθηκε για προμήθεια πολεμικών ειδών, που δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα.
[...]
Αλλά ποιος θα το πίστευε ότι τούτες τις 2.800.000 λίρες τα χρωστά σχεδόν ίσαμε σήμερα, ότι πληρώσαμε και πληρώσαμε για δαύτα τα μαλλιοκέφαλά μας και πάλι τα χρωστάμε. Όπως θα δούμε αργότερα, η ιστορία έχει επίλογο που θα τον μάθουμε σε άλλο κεφάλαιο. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε μονάχα ότι από το 1827 κι ύστερα οι ξένοι δανειστές δεν είσπραξαν τόκους και χρεολύσια και η Ελλάδα κηρύχτηκε σε κατάσταση φτώχεψης. Από τότε αρχίζει – μαζί με άλλες αιτίες – η επέμβαση των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας μας κι έτσι τα δάνεια αυτά, που ονομάστηκαν – τι κοροϊδία – δάνεια της ανεξαρτησίας, αποτέλεσαν τον πρόλογο της οικονομικής υποδούλωσης της Ελλάδας στο ξένο κεφάλαιο. Οι Έλληνες αστοτσιφλικάδες που κόβονται μέχρι σήμερα «δια την ιδέαν της πατρίδος», έδωσαν από τότε ακόμα εξετάσεις στον πατριωτισμό και βαθμολογήθηκαν με μηδέν. Και το μηδενικό τούτο, όπως θα φανεί παρακάτω, στάθηκε ίσαμε σήμερα ο αχώριστος σύντροφός τους.
Μόλις άρχισε η επανάσταση του '21, αρχίζουν κι οι ξένοι τοκογλύφοι το θεάρεστο έργο τους σε βάρος ενός λαού που' χυνε ποτάμι το αίμα για τη λευτεριά. Ειν' αλήθεια ότι μέσα στις συνθήκες που πάλευαν οι Έλληνες , χωρίς τ' απαραίτητα οικονομικά μέσα ακόμη και για την αγορά λίγου μπαρουτιού, ένα εξωτερικό δάνειο με καλούς όρους θα βοηθούσε σημαντικά, θα δυνάμωνε και θα 'δινε φτερά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Οι ξένοι τοκογλύφοι, με συνεργούς τους ντόπιους κοτζαμπάσηδες, τους Φαναριώτες και τους πάμπλουτους καραβοκυραίους, κατάφεραν να ωφελήσουν μονάχα το πουγκί τους και τους ξένους τυχοδιώκτες από τα δύο μπεζαχτά της επανάστασης. Τη μεγάλη και θλιβερήν τους ιστορία, που είναι για γέλια και για κλάματα, θα τη διηγηθώ τώρα παρακάτω, αρχίζοντας από το πρώτο δάνειο.
Μόλις ξέσπασε η επανάσταση, ο λαός πρόσφερνε ό,τι είχε και δεν είχε. Οι αγρότες τα ζώα τους και τα γεννήματά τους, οι τσοπαναραίοι και το τελευταίο τους πρόβατο, οι κοπέλες τις προίκες τους, οι γυναίκες τους άντρες τους, και όλοι μαζί, χωριάτες και τσοπάνηδες, ναύτες και μικροτεχνίτες, άντρες και γυναίκες έδιναν το αίμα τους και τη ζωή τους για να λευτερωθεί ο τόπος από τον ξένο ζυγό.
Στο μεγάλο αυτό εθνικό σάλπισμα της λευτεριάς, οι αστοκοτζαμπάσηδες ξέρετε τι πρόσφεραν; Αφού αντιδράσανε στην κήρυξη της επανάστασης και ύστερα αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος θέλοντας και μη, όχι μόνο δεν άνοιξαν το παραφουσκωμένο πουγκί τους να δώσουν έστω κι ένα γρόσι για τον αγώνα, αλλά βουτήχτηκαν και μεταξύ τους ποιος θα πρωταρπάξει περισσότερα χτήματα απ' αυτά που παράτησαν οι Τούρκοι. Κι όμως, τα χτήματα τούτα – πολλά κι αρκετά εύφορα – ονομάστηκαν «εθνικά» κι είχε αποφασιστεί να πουληθούνε και τα λεφτά να διατεθούν για τον αγώνα. Μα και η πράξη τούτη ήτανε, το πιο πολύ, μανούβρα των κοτζαμπάσηδων για να μη μοιραστούν τα χωράφια στο λαό, μα να τα πάρουν αυτοί για ένα κομμάτι ψωμί, αν δεν κατάφερναν να τα βουτήξουν με το ζόρι.
Οι ζάπλουτοι πάλι Κουντουριώτηδες κι άλλοι πλούσιοι καραβοκυραίοι, αφού εξόντωσαν τον αρχηγό των ναυτών, τον ανδρείο καπετάνιο Οικονόμου, που τους ανάγκασε να 'ρθούν με το ζόρι στην επανάσταση, ριχτήκαν με τα καράβια τους πιο πολύ στο πλιάτσικο παρά στον τούρκικο στόλο.
Κι έτσι, αφού ξοδεύτηκαν τα λίγα λεφτά της Φιλικής Εταιρείας και των εμπόρων και πραγματευτάδων του εξωτερικού, η επανάσταση δεν διέθετε πια πεντάρα για τη συνέχιση του αγώνα. Με τους φόρους δεν ήτανε δυνατό ν' αντιμετωπιστεί η κατάσταση.
[…]
Βέβαια, ο καθένας δεν δάνειζε και τόσο εύκολα την κυβέρνηση μιας χούφτας επαναστατών, που τα 'χαν βάλει με μια μεγάλη αυτοκρατορία. Αλλ' ακριβώς πάνω σ' αυτό ποντάρισαν, κι αυτή τη δύσκολη κατάσταση εκμεταλλεύτηκαν οι ξένοι τοκογλύφοι για να μας επιβάλουν όρους βαριούς, πρωτάκουστους.
Ακούστε τους να φρίξετε: Οι Έλληνες πληρεξούσιοι είχαν εντολή να βρουν ένα δάνειο ίσαμε 800.000 λίρες και να δώσουν για εγγύηση τα «εθνικά» χτήματα, τις πρόσοδες των τελευταίων, τις αλυκές και τα διβάρια. Στα δεφτέρια τους λοιπόν έγραψαν και οι τραπεζίτες Longman, O' Brien, Ellice ότι μας δάνεισαν 800.000 λίρες. Αυτό όμως ήταν το ονομαστικό ποσό. Γιατί κάθε δάνειο που κλείνεται σε μια χρηματαγορά, έχει ονομαστική και πραγματική τιμή. Ονομαστική λέμε το ποσό που λένε ότι δανείζουν, και πραγματική, όσα πραγματικά δανείζουν. Σαν βάση παίρνουμε το εκατό και την πραγματική τιμή την καθορίζουν με ποσοστό στα %. Έτσι όταν λέμε ότι το δάνειο τάδε βγήκε 95%, αυτό πάει να πει ότι αν η ονομαστική τιμή ήταν 100 δραχμές, η πραγματική θα 'ταν 95. δηλαδή παίρνεις 95 δραχμές και σε χρεώνουν εκατό. Εννοείται ότι και τους τόκους τους πληρώνεις με βάση την ονομαστική τιμήκαι όχι την πραγματική. Κανονικά και δίκαια βέβαια η ονομαστική πρέπει να 'ναι ίση με την πραγματική τιμή. Όταν μάλιστα οι εγγυήσεις ενός δανείου είναι μεγάλες, η δεύτερη ξεπερνάει και την πρώτη. Οι κερδοσκόποι όμως προσπαθούν σχεδόν πάντοτε η πραγματική τιμή να 'ναι πολύ μικρότερη από την ονομαστική, αλλά η διαφορά δεν πρέπει να ξεπερνάει τις λίγες μονάδες.
Μα σ' αυτό το δικό μας πρώτο δάνειο ούτε περνάει απ' το μυαλό σας ποια ήταν η πραγματική τιμή. Μόλις 59%! Πράγμα που θέλει να ειπεί ότι μας χρέωσαν 800.000 λίρες και θα μας έδιναν μόνον το 59%, δηλαδή 472.000. Έτσι κι ο πραγματικός τόκος αυτόματα διπλασιάστηκε και από 5% έγινε 9. Για εγγύηση των τόκων δόθηκαν όλα τα δημόσια έσοδα και για το κεφάλαιο όλα τα εθνικά χτήματα. Αν έμενε τίποτε άλλο, οι Έλληνες πληρεξούσιοι θα το έδιναν πρόθυμα!
[...]
Οι διαχειριστές του δανείου έδωσαν παραγγελία έναν ολόκληρο στόλο, έξι καράβια παράγγειλαν στην Αγγλία – μια κορβέτα και πέντε ατμοκίνητα, τα δύο μικρά και τα τρία μεγάλα - άλλες δυο φρεγάτες παραγγέλθηκαν στην Αμερική κι η τεχνική επιστασία της δουλειάς ανατέθηκε, από τον όμιλο των τραπεζιτών που ανεμοσκόρπιζε το δάνειο, σ' έναν απόστρατο συντ/χη του ιππικού. Από τα έξι εγγλέζικα μόνο η κορβέτα «Κατερίνα», ύστερα από μεγάλες προσπάθειες του φιλέλληνα Άστιγγα, κατάφερε να πλεύσει τα τέλη του 1826 στην Ελλάδα, σε τέτοια όμως κατάσταση, που ήταν αδύνατον να χρησιμοποιηθεί αμέσως στον αγώνα. Από τα δυο μεγάλα ατμοκίνητα το ένα κάηκε στις δοκιμές στον Τάμεση και το δεύτερο έφτασε στην Ελλάδα το ... Σεπτέμβρη του 1828, αλλά ήταν άχρηστο και δεν μπορούσε να κινηθεί! Από τα τρία μικρά πάλι το ένα μόνο έφτασε στα νερά μας όταν είχε πια τελειώσει η επανάσταση! Τα άλλα δύο ξέμειναν στην Αγγλία, γιατί στάθηκε αδύνατον να πλεύσουν!
Μα δεν ήσαν μικρότερα και τα κατορθώματα του απόστρατου συνταγματάρχη στην Αμερική. Κόντευε να τελειώσει η επανάσταση κι οι δυο φρεγάτες βρισκόντουσαν ακόμα στα σκαριά, ώσπου στο τέλος ύστερα από ξεσήκωμα των φιλελλήνων της Αμερικής, ξεκίνησε μόνο η φρεγάτα «Ελλάς» και κατάφερε να φτάσει αργά πολύ στ' Ανάπλι, αφού στοίχισε δεκαπλάσια από το κανονικό.
Και για την κακή της μοίρα, την τίναξε στον αέρα ο Μιαούλης το 1831, ηθικός όμως αυτουργός της πράξης ήσαν οι «προστάτιδες δυνάμεις» και οι αστοκοτζαμπάσηδες. Η δεύτερη φρεγάτα, παρόλο που ακριβοπληρώθηκε, ούτε φάνηκε πουθενά. Κι έτσι, ενώ πληρώσαμε ένα στόλο ολόκληρο, ούτε ένα καράβι της προκοπής δεν ήρθε στα χέρια μας, όταν χρειαζότανε. Από τα λεφτά του δανείου ένα μεγάλο μέρος διατέθηκε για προμήθεια πολεμικών ειδών, που δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα.
[...]
Αλλά ποιος θα το πίστευε ότι τούτες τις 2.800.000 λίρες τα χρωστά σχεδόν ίσαμε σήμερα, ότι πληρώσαμε και πληρώσαμε για δαύτα τα μαλλιοκέφαλά μας και πάλι τα χρωστάμε. Όπως θα δούμε αργότερα, η ιστορία έχει επίλογο που θα τον μάθουμε σε άλλο κεφάλαιο. Εδώ πρέπει να προσθέσουμε μονάχα ότι από το 1827 κι ύστερα οι ξένοι δανειστές δεν είσπραξαν τόκους και χρεολύσια και η Ελλάδα κηρύχτηκε σε κατάσταση φτώχεψης. Από τότε αρχίζει – μαζί με άλλες αιτίες – η επέμβαση των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας μας κι έτσι τα δάνεια αυτά, που ονομάστηκαν – τι κοροϊδία – δάνεια της ανεξαρτησίας, αποτέλεσαν τον πρόλογο της οικονομικής υποδούλωσης της Ελλάδας στο ξένο κεφάλαιο. Οι Έλληνες αστοτσιφλικάδες που κόβονται μέχρι σήμερα «δια την ιδέαν της πατρίδος», έδωσαν από τότε ακόμα εξετάσεις στον πατριωτισμό και βαθμολογήθηκαν με μηδέν. Και το μηδενικό τούτο, όπως θα φανεί παρακάτω, στάθηκε ίσαμε σήμερα ο αχώριστος σύντροφός τους.