ΕΞΩ ΤΟ ΝΑΤΟ ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ! Κοινό μέτωπο των βαλκανικών λαών ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στους εθνικισμούς!
Οι τελευταίες εξελίξεις και η επείγουσα αναζήτηση μιας διευθέτησης γύρω απ’ το όνομα είναι κυρίως αποτέλεσμα των ισχυρών πιέσεων των δυτικών ιμπεριαλιστών και ιδιαίτερα των Αμερικανών. Οι τελευταίοι βιάζονται να βάλουν την ΠΓΔΜ - όπως πριν λίγο καιρό το Μαυροβούνιο - στον επιθετικό πολεμικό συνασπισμό του ΝΑΤΟ. Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκουν να εξουδετερώσουν τη ρώσικη επιρροή, να αποτρέψουν τις παρεμβάσεις άλλων περιφερειακών δυνάμεων, να παγιώσουν την πολιτικό-στρατιωτική παρουσία τους στα Βαλκάνια και να τα χρησιμοποιήσουν ως εξέδρα για επιθετικές κινήσεις στην Ανατολική Ευρώπη, τη Μαύρη Θάλασσα, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Αφού νωρίτερα, με τις βόμβες και το αίμα των βαλκανικών λαών, αξιοποιώντας τους εθνικιστές και τους αντιδραστικούς κάθε είδους, πέτυχαν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, την εγκαθίδρυση προτεκτοράτων στο Κοσσυφοπέδιο και στη Βοσνία και την αιχμαλωσία στο Νατοϊκό συνασπισμό όλης σχεδόν της βαλκανικής χερσονήσου, με εξαίρεση την Σερβία. Τώρα σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και με αντιθέσεις αναμεταξύ τους για την πρωτοκαθεδρία, επιχειρούν να κλείσουν τα κενά στο βαλκανικό χάρτη. Μια ένταξη στο ΝΑΤΟ της ΠΓΔΜ θα μεγαλώσει τις πιέσεις στην Σερβία και θα αναβαθμίσει τις πολεμικές πρωτοβουλίες των Αμερικανών με στόχο τη Ρωσία.
Σε αυτούς τους σχεδιασμούς έσπευσε πρόθυμα να πάρει μέρος αλλά και να πρωταγωνιστήσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η προβαλλόμενη από τη Νατοϊκή και κυβερνητική προπαγάνδα ως "ευκαιρία" για τη διευθέτηση των σχέσεων με την ΠΓΔΜ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκφραση της ισχυρής βούλησης των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης να σφραγίσουν την κυριαρχία τους πάνω στους λαούς των κεντροδυτικών Βαλκανίων. Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση Τσίπρα ευθυγραμμίζεται με τις αμερικάνικες ιμπεριαλιστικές υπαγορεύσεις και πολιτικές. Από την αρχή της θητείας της έχει αναδειχθεί ως μια από τις πιο φιλοαμερικάνικες - φιλονατοϊκές κυβερνήσεις των τελευταίων σαράντα χρόνων. Ανανέωσε και επέκτεινε την αμερικάνικη στρατιωτική παρουσία στην Κρήτη, υποσχέθηκε νέες διευκολύνσεις και αγορές πολεμικού εξοπλισμού, ενίσχυσε την εμπλοκή της χώρας στα ΝΑΤΟϊκά γρανάζια, παίρνει δραστήρια μέρος σε σχέδια και άξονες με φιλο-αμερικάνικα αντιδραστικά καθεστώτα στην ανατολική Μεσόγειο με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τις στενές σχέσεις με το ισραηλινό κράτος - τρομοκράτη. Μέχρι και για τη Β. Κορέα έτρεξε να συνταχθεί με τις αμερικάνικες ψυχροπολεμικές απειλές και κυρώσεις στη συνάντηση που οργάνωσε η κυβέρνηση Τραμπ στον Καναδά. Η κυβέρνηση, με την συναίνεση της ΝΔ, της «Δημοκρατικής Συμπαράταξης» και των υπόλοιπων αστικών κομμάτων, μπλέκει ολοένα και πιο βαθιά τη χώρα σε επικίνδυνα γεωπολιτικά παιγνίδια στην Ανατολική Μεσόγειο, διεκδικεί να της αναθέσει ευρύτερους ρόλους ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, προετοιμάζει ένα νέο γύρο πολεμικών εξοπλισμών.
Οι λαοί των Βαλκανίων έζησαν ο ένας δίπλα στον άλλον για εκατοντάδες χρόνια. Ακόμα και στις αρχές του 20ου αιώνα, διάστημα στο οποίο κορυφώθηκαν οι εθνικοί ανταγωνισμοί και διαχωρισμοί και ξέσπασαν οι λεγόμενοι βαλκανικοί πόλεμοι, το περισσότερο αίμα κύλησε εξαιτίας των ξένων εισβολέων και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων που υποδαύλισαν συστηματικά τον εθνικισμό και την δράση αντιδραστικών και αλυτρωτικών δυνάμεων. Το σκηνικό επαναλήφθηκε και στο τέλος του αιώνα. Το κομμάτιασμα της Γιουγκοσλαβίας με εργαλείο τις αποσχιστικές εθνικιστικές δυνάμεις το ξεκίνησαν και το ολοκλήρωσαν οι ιμπεριαλιστές. Πρώτα η Γερμανία και στη συνέχεια οι ΗΠΑ μέσω της Νατοϊκής στρατιωτικής επέμβασης. Συνεργοί σε αυτό το ιστορικό έγκλημα για μια ακόμη φορά υπήρξαν οι αστικές τάξεις και οι αντιδραστικές εθνικιστικές δυνάμεις στις διάφορες χώρες και περιοχές. Καμία από αυτές δεν υπήρξε αμέτοχη στην αιματηρή επαναχάραξη των συνόρων, προοπτική που ακόμα και σήμερα ελλοχεύει ως κίνδυνος για την ασφάλεια και την ειρήνη όλων των λαών των Βαλκανίων. Με επίκεντρο το Κοσσυφοπέδιο, τη Βοσνία, τη νότια Σερβία αλλά και τις δυτικές περιοχές της ΠΓΔΜ οι ιμπεριαλιστές ζεσταίνουν στην αγκαλιά τους εθνικιστές, τους χρησιμοποιούν ως ενεργούμενα για να προωθήσουν τα πολεμικά σχέδια τους. Είναι ψέμα πως η ένταξη στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα οδηγήσει σε σταθερότητα και ευημερία την περιοχή. Όση «σταθερότητα» εγγυάται το ΝΑΤΟ στο Αιγαίο ανάμεσα σε δύο κράτη-μέλη του και όση «ευημερία» επεφύλαξε στον ελληνικό λαό η Ευρωπαϊκή Ένωση τόσο θα εισπράξουν και τα νέα μέλη αυτών των λύκο-συμμαχιών.
Συνεργός στην αποσταθεροποίηση που προέκυψε από την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας υπήρξε και η ελληνική αστική τάξη με τις κυβερνήσεις της στην περίοδο της δεκαετίας του ‘90. Πρώτα η κυβέρνηση της ΝΔ με επικεφαλής τον Υπουργό Εξωτερικών Σαμαρά και στη συνέχεια η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με το εμπάργκο στην ΠΓΔΜ. Και οι δύο πτέρυγες της διαχείρισης του ντόπιου εξαρτημένου καπιταλισμού θεώρησαν πως μπορεί να μετατραπεί η Ελλάδα σε υπεργολάβο και τοπικό ηγέτη στα Βαλκάνια εκπροσωπώντας τους δυτικούς ιμπεριαλιστές στη λεηλασία και την εκμετάλλευση. Σε αυτόν τον μεγαλομανή εθνικιστικό παροξυσμό αξιοποίησαν κάθε σκοταδιστική και αντιδραστική δύναμη, αγκαλιάστηκαν με την εκκλησιαστική ιεραρχία, τις σοβινιστικές αλυτρωτικές ομάδες και εξέθρεψαν την ιδεολογία του μίσους και του διχασμού. Ιδιαίτερη κορύφωση αυτών των πολιτικών εκφράστηκε απέναντι στη ΠΓΔΜ με σημαία το ζήτημα του ονόματος. Σε αυτόν τον αντιδραστικό συναγερμό με τα διαβόητα συλλαλητήρια συμμετείχαν όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις αλλά και ο Συνασπισμός του Κύρκου και των δήθεν ανανεωτών αριστερών, που έφτιαξαν στη συνέχεια τον ΣΥΡΙΖΑ. Με το ίδιο τρόπο συμπεριφέρθηκαν παρά την προφανή διαφορά ισχύος και οι αντιδραστικές και σοβινιστικές δυνάμεις στις υπόλοιπες χώρες. Και στην ΠΓΔΜ η οποία αναδύθηκε μέσα από τις στάχτες της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας επικράτησαν οι εθνικιστικές και αλυτρωτικές τάσεις την ίδια στιγμή που στο εσωτερικό της ξέσπασαν εμφύλιες διαμάχες. Σε αντίθεση με την αληθινή διάθεση των δύο λαών για φιλία και συνεργασία για πολλά χρόνια επικράτησαν και στις δύο πλευρές οι κραυγές του μίσους που αναπαρήγαν συστηματικά οι αντιδραστικοί και οι εθνικιστές.
Οι πολιτικοί εκπρόσωποι της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, βλέποντας τις φιλοδοξίες που εξέθρεψαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 να μην καρποφορούν, οδηγήθηκαν στην αναζήτηση ενός συμβιβασμού στο θέμα του ονόματος της γειτονικής χώρας με την κυβέρνηση Καραμανλή να προτείνει προ δεκαετίας μια «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων», η οποία «δεν περπάτησε» όμως, γιατί το αρνούνταν οι κυρίαρχοι εθνικιστές της ΠΓΔΜ και κυρίως, γιατί άλλα ήθελε τότε ο ιμπεριαλιστικός παράγοντας που τους στήριζε. Οι επιδιώξεις των δυτικών ιμπεριαλιστών και κυρίως των ΗΠΑ, σε αυτή τη φάση όξυνσης της αντιπαράθεσης του με τον ρώσικο ιμπεριαλισμό στα Βαλκάνια, να επισπεύσουν την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, δρομολόγησαν διαδικασίες (αλλαγή κυβέρνησης στη ΠΓΔΜ, παρεμβάσεις στην ελληνική κυβέρνηση) που έχουν αναζωπυρώσει το ζήτημα του διεθνούς και συνταγματικού ονόματος της ΠΓΔΜ, και άλλα που συνδέονται με αυτό. Ασφαλώς δεν είναι διόλου αδιάφορο το όνομα, τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται από την άποψη ότι και αυτά μπορούν να παίζουν ρόλο στην ενίσχυση ή όχι του αλυτρωτισμού και στην συντήρηση μιας ασταθούς κατάστασης που αναπαράγει διενέξεις, υπονομεύει την ειρηνική συνύπαρξη των λαών και κρατών και αξιοποιείται από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για να συνεχίζουν να επεμβαίνουν και να προωθούν τους σκοπούς τους. Όμως ο «συμβιβασμός» που επιχειρείται να επανατοποθετηθεί προς συζήτηση προσδιορίζεται από τις ιμπεριαλιστικές σκοπιμότητες και τις πολιτικές υποτέλειας των αστικών τάξεων και αυτό προκαθορίζει και τι αποτέλεσμα μπορεί να δώσει. Το ζήτημα της ονομασίας θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με θετικό αποτέλεσμα για τους λαούς στην βάση του σεβασμού των ιστορικών και γεωγραφικών δεδομένων, των συνόρων, της γειτονίας, της φιλίας και της συνεργασίας των λαών στον βαθμό που θα αποτραπεί οι ιμπεριαλιστές και οι εθνικιστές να υπαγορεύουν τις εξελίξεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Με ριζική απόρριψη κάθε αλυτρωτικής και σοβινιστικής πολιτικής και ιδεολογίας και κάθε άμεσης ή έμμεσης εδαφικής ή άλλης διεκδίκησης από τη μεριά της ΠΓΔΜ σε βάρος της Ελλάδας και της Ελλάδας σε βάρος της ΠΓΔΜ.
Με επιδιαιτητές τους διορισμένους από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές εκπροσώπους του ΟΗΕ, κηδεμόνες τους Νατοϊκούς αξιωματούχους και με παρασκηνιακούς ενορχηστρωτές τους διπλωμάτες των ΗΠΑ και των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών τίποτε σταθερό και αποδεκτό από τους λαούς δεν πρόκειται να προκύψει. Το αντίθετο θα συμβεί! Ακόμα κι αν βρεθεί μια διπλωματική «λύση», προοπτική όχι εύκολη, αυτή θα είναι σημαδεμένη και υπονομευμένη από την Νατοϊκή - ιμπεριαλιστική κηδεμονία. Θα είναι μια επιτυχία και νίκη του ΝΑΤΟ και όχι της ειρήνης και των συνεργασίας των δύο λαών! Όσο στα Βαλκάνια θα διαφεντεύει ο ιμπεριαλισμός και θα κυριαρχούν οι αστικές τάξεις και οι εθνικιστικές-αντιδραστικές δυνάμεις οι κίνδυνοι της αλληλοσφαγής θα παραμονεύουν!
Σε διαφορετική κατεύθυνση πρέπει οι εργαζόμενοι, η νεολαία, οι λαοί συνολικά, των Βαλκανίων να αναζητήσουν μια ειρηνική προοπτική και ένα ασφαλές μέλλον. Στην κατεύθυνση που εναντιώνεται στον αλυτρωτισμό και τις επεκτατικές βλέψεις, στηρίζει το απαραβίαστο των συνόρων, την εδαφική ακεραιότητα και την ανεξαρτησία των χωρών και στρέφεται κατά της ιμπεριαλιστικής «προστασίας». Η ανάπτυξη ενός σταθερού, ρωμαλέου και μαζικού αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού-διεθνιστικού κινήματος είναι η καλύτερη γέφυρα για την φιλία και τη συνεργασία των λαών! Στο έδαφος αυτής της κοινής προσπάθειας μπορούν να δημιουργηθούν δεσμοί αλληλεγγύης, να νικηθούν οι αντιδραστικές εθνικιστικές δυνάμεις και να εμπεδωθεί το αίσθημα ασφάλειας και συνεργασίας. Η νέα -καθοδηγούμενη από συγκεκριμένα αντιδραστικά κέντρα- εθνικιστική υστερία αποτελεί πρόσχημα και αποπροσανατολισμό για να κρυφτεί η Νατοϊκή λύση που ετοιμάζεται. Η πάλη ενάντια στον πολεμικό συνασπισμό του ΝΑΤΟ στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί άμεσο και ζωτικό καθήκον!