“Το να φέρουμε τη γυναίκα στην κοινωνική-παραγωγική εργασία, να την αποσπάσουμε από τη σκλαβιά του σπιτιού, να την απελευθερώσουμε από την αποβλακωτική και ταπεινωτική υποταγή της, το αιώνιο και βαρύ περιβάλλον της κουζίνας και του παιδιού, αυτό είναι το κύριο καθήκον».
Αυτά τόνιζε ο Β.Ι.Λένιν μιλώντας για το βασικό πρόβλημα του γυναικείου εργατικού κινήματος, για να καταλήξει πως ο αγώνας των γυναικών για την πλήρη χειραφέτηση θα λήξει με την τέλεια νίκη του κομμουνισμού.
Η 8η Μάρτη, παγκόσμια ημέρα της γυναίκας, που αποτελεί το μισό του γήινου πληθυσμού, «το μισό τ’ουρανού» σύμφωνα με τα κινέζικα αποφθέγματα, δίνει σ’όλους, γυναίκες και άντρες, την υποχρέωση για αναστοχασμό.
Πάνω σ’ένα σημαντικό ζήτημα που ξεπερνά τα στενά «γυναικεία σύνορα» και αφορά στο σύνολο της κοινωνίας. Προκαταβολικά λέμε πως ο όρος «γυναικείο ζήτημα» φαίνεται, αλλά δεν είναι διαταξικός.
Εμάς, επειδή ακριβώς «το ένα διχάζεται σε δύο», μας αφορούν τα προβλήματα των γυναικών από τη σκοπιά της εργατολαϊκής θέσης τους. Η Εκάλη ποτέ δεν είχε τα ίδια προβλήματα με τη Δραπετσώνα και η θέση της μεγαλοαστής απέχει έτη φωτός από αυτήν της εργάτριας-μάνας.
Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο της πολιτικής μας προσέγγισης έγκειται στο ότι το κομμουνιστικό κίνημα θέλει να εντάξει στους μεγάλους απελευθερωτικούς στόχους του «το μισό τ’ουρανού» ώστε να αποτινάξουν (οι γυναίκες) την πολύχρονη και πολυποίκιλη σκλαβιά τους. Εδώ δεν πρόκειται για ένα ατομικό ή ομαδικό γούστο αλλά για τη μεγάλη πορεία προς τη χειραφέτηση ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Το τρίτο στοιχείο της τοποθέτησής μας αφορά τους συμμάχους των καταπιεσμένων γυναικών. Ποιος έχει λόγους να φοβάται την ελεύθερη γυναίκα και ποια τάξη έχει κάθε λόγο να την καταδικάζει στην απομόνωση, την αποβλάκωση ή το εμπόριο του σώματός της. Σε κάθε περίπτωση, οι εικόνες των μαχητριών-ανταρτισσών είναι για μας δείγματα ιστορικοπολιτικής γραφής. Άλλωστε ξέρουμε καλά, όπως μας είπε ο Φ.Ένγκελς, ότι «το μέτρο του πολιτισμού κρίνεται από τη θέση της γυναίκας μέσα σ’αυτόν».
Ιστορική πορεία
Η υποταγή της γυναίκας, ο περιορισμός της σε δεύτερο ρόλο, ο σφαγιασμός των δικαιωμάτων της είναι χαρακτηριστικό όλων των εκμεταλλευτικών κοινωνικών συστημάτων. Δίπλα στην ολόπλευρη ταξική καταπίεση προστέθηκαν και όλα τα θρησκευτικά δόγματα που «έντυσαν» με μυθολογικούς όρους, προλήψεις και προκαταλήψεις την ανισότητα, βαφτίζοντας τη γυναίκα «κατώτερο ον». Με ιστορικές αναγωγές σημειώνουμε ότι στο αρχαίο ελληνικό δωδεκάθεο υπάρχουν έξι θεές, ενώ στο μεταγενέστερο χριστιανικό δόγμα η γυναίκα εξοβελίζεται ή τουλάχιστον έχει τη μορφή της μάνας του Ιησού, δείγμα μιας ιστορικής οπισθοδρόμησης. Ο Β.Ι.Λένιν έγραφε το 1921 ότι η γυναίκα συνθλίβεται από την πιο ταπεινή και την πιο αγροίκα, την πιο βαριά, αποβλακωτική για τον άνθρωπο εργασία στην κουζίνα και γενικά στο απομονωμένο οικιακό νοικοκυριό. Οι ρίζες της απομόνωσης έρχονται από πολύ μακριά, από την περίοδο των φυλετικών ανταγωνισμών που προσδίδουν στον άντρα την ιδιότητα του πολεμιστή και στη γυναίκα έναν αναπαραγωγικό ρόλο. Στις δουλοκτητικές κοινωνίες, η γυναίκα όπως και οι δούλοι θεωρούνται res (πράγμα) και στη δουλοπαροικία, βοηθούσης της εκκλησίας, καταδικάζονται σε «κοινωνικό διωγμό».
Άπειρα κείμενα του Μεσαίωνα ταυτίζουν τη γυναίκα με την κόλαση, τη μιαρότητα, την αισχρότητα και την ωθούν στις πιο εξευτελιστικές εργασίες. Εξαιρούνται φυσικά οι γυναίκες των ανώτερων τάξεων. Η αυγή του αστικού κόσμου, εκτός όλων των άλλων κοινωνικών επιτευγμάτων, επιφέρει συντριπτικό πλήγμα στις καθιερωμένες και οπισθοδρομικές αντιλήψεις. Ο Α.Κοντορσέ, ένας από τους θεωρητικούς σκαπανείς της επανάστασης του 1789, θεωρούσε την εξίσωση των γυναικών με τους δούλους αποτέλεσμα ιδεολογικών προκαταλήψεων. Η αστική γαλλική επανάσταση ψήφισε αρκετούς νόμους για να βελτιωθεί νομικά η θέση της γυναίκας. Εδώ, ας ανοίξουμε μία αναγκαία παρένθεση. Η περιβόητη «ισονομία», που τόσα ακούμε γι’αυτήν, δεν αρκεί. Είναι αναγκαίο το νομικό βήμα, αλλά μπορεί να καταστρατηγηθεί με δεκάδες τρόπους. Σήμερα στη χώρα μας υπάρχει ισονομία σ’ό,τι αφορά στο μισθό-μεροκάματο. Ωστόσο, το κρυφό και σιδερένιο κοινωνικό πλέγμα αποδείχνεται ισχυρότερο από τον (αστό) νομοθέτη, έτσι που η ισονομία βρίσκεται μόνο «στα χαρτιά». Μετά το άλμα που έγινε στις αστικές επαναστάσεις της δύσης, η παλινόρθωση των απολυταρχικών καθεστώτων παλινδρομεί το γυναικείο κίνημα. Έτσι στα τέλη του 19ου αιώνα, στην αυτοκρατορική Γερμανία των Κάιζερ, απλώνονται μικροαστικές αντιλήψεις των 3Κ (Kirhe, Kache, Kinden δηλαδή εκκλησία, κουζίνα, παιδιά) πάνω στα οποία πάτησαν αργότερα οι φασίστες του Χίτλερ.
Ωστόσο, το νερό έχει μπει στο αυλάκι. Η μαζική εισόρμηση των γυναικών στην κοινωνική παραγωγή και η πρώτη βιομηχανική επανάσταση δημιουργούν νέες συνθήκες. Μπορεί οι ουτοπικοί σοσιαλιστές (Όουεν, Φουριέ, Σαιν Σιμόν) να οραματίζονται τη γενική ισότητα και στη Ρωσία ο ένθερμος οπαδός της γυναικείας απελευθέρωσης Ν.Γ.Τσερνιτσέφσκι να παρουσιάζει στο έργο του «Τι να κάνουμε» τη γυναίκα να αποσπάται από τον στενό οικογενειακό κύκλο και ν’ανοίγεται στην ανεξάρτητη δραστηριότητα, αλλά η θεωρητική θεμελίωση της γενικής ισότητας γίνεται από τους θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού, τους Κ.Μαρξ και Φ.Ένγκελς. Οι αποφάσεις της Α΄ Διεθνούς ανοίγουν το δρόμο για τη γυναικεία χειραφέτηση.
Ταυτόχρονα απορρίπτονται οι ιδέες του πατέρα του αναρχισμού, του Προυντόν, ο οποίος απορρίπτει τη συμμετοχή της γυναίκας στην κοινωνική και ωφέλιμη εργασία. Ιδιαίτερο ρόλο σ’αυτό το προτσές διαδραματίζει το έργο του Γερμανού μαρξιστή Α.Μπέμπελ «Η γυναίκα και ο σοσιαλισμός» (1879). Στη Μ.Βρετανία, οι ώρες εργασίας των γυναικών περιορίζονται σε δέκα (από το 1847), ιδρύονται σχολεία θηλέων κυρίως των εύπορων οικογενειών, «ανοίγει» το επάγγελμα του εκπαιδευτικού για τις γυναίκες. Στη Γαλλία τα λύκεια θηλέων ανοίγουν το 1880 και η νομοθεσία για τη γυναικεία εργασία αλλάζει το 1892 αλλά μόλις το 1944 δίνεται το δικαίωμα του «ψηφίζειν»· στη Γερμανία το 1919 στη λεγόμενη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Στην «προηγμένη» Ελβετία το δικαίωμα ψήφου δίνεται το 1951, ενώ στην «καθυστερημένη» Ρωσία αμέσως με τη νίκη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης τον Φλεβάρη του 1917.
Είναι γεγονός ότι στις καπιταλιστικές χώρες, που τόσο εκθειάζονται, διατηρήθηκαν οι ανισότητες απέναντι στη γυναίκα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Σημαντικό βήμα για το εκλογικό δικαίωμα δίνει το λεγόμενο κίνημα των σουφραζετών. (Οι σουφραζέτες, από το αγγλικό suffrage=εκλογικό δικαίωμα, διακρίθηκαν στην Αγγλία στα τέλη του 19ου αιώνα από τις θορυβώδεις διαδηλώσεις και τους εντυπωσιακούς ακτιβισμούς και εξαφανίστηκαν στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου). Πρόκειται για ένα μικροαστικό ρεύμα, ωστόσο, συναντήθηκε κι επηρεάστηκε από τα γιγάντια βήματα των σοσιαλιστών στη δύση.
Όμως, το πρώτο μεγάλο βήμα του γυναικείου κινήματος, έχει ως εμβληματικές μορφές τη Γερμανίδα Κλάρα Τσέτκιν και τις Ρωσίδες Ν. Κρούπτσκαγια και Α. Κολοντάι. Οι σοσιαλιστές είχαν πλήρη επίγνωση του γυναικείου ζητήματος και το αντιμετώπισαν ως υποσύνολο στο δρόμο για τον σοσιαλισμό. Ο νόμος για τη μόρφωση που ψηφίστηκε στο Β΄ Πανρωσικό συνέδριο των σοβιέτ (7-9 Νοέμβρη 1917) πρόβλεπε τη συνολική συμμετοχή των γυναικών στα κοινά.
Στο Α΄ Σοβιετικό σύνταγμα (1918) κατοχυρώθηκε η πλήρης πολιτική ισοτιμία των γυναικών. Η ανάδειξη και προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων των γυναικών στη νεαρή Σοβιετική Ένωση επηρέασαν αποφασιστικά όχι μόνο το γυναικείο κίνημα στη δύση, που πήρε αλματική μορφή, αλλά και όλες τις αστικές κυβερνήσεις που άρχισαν να νομοθετούν ανάλογα. Εξαίρεση αποτελεί η ναζιστική Γερμανία που ξανακλείνει τη γυναίκα στο σπίτι και την αντιμετωπίζει ως «παιδοποιητικό εργαλείο». Οι φασίστες του χιτλερικού καθεστώτος αποτελούν το φρικιαστικότερο παράδειγμα απόρριψης, μισαλλοδοξίας και διωγμών και όποιος εξισώνει τη σοσιαλιστική Σοβ.Ένωση με τον χιτλεροφασισμό ή είναι επικίνδυνος, ή ανιστόρητος ή απόλυτα ανόητος.
Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος (δεκαετία 40-50) ανακόπτει την ορμητική πορεία των γυναικείων οργανώσεων. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η κατάρρευση της παλιάς αποικιοκρατίας και η εμφάνιση νέων ανεξάρτητων κρατών τροφοδοτεί όλη τη διαδικασία χειραφέτησης των γυναικών. Σε όλη τη ζώνη των θυελλών (Ασία, Αφρική, Λατ.Αμερική) η γυναίκα εισορμά στις κοινωνικοπολιτικές διεργασίες και αιματοδοτεί τα ένοπλα απελευθερωτικά κινήματα κατοχυρώνοντας την ισοτιμία στην πράξη. Παρά το γεγονός ότι ο αναλφαβητισμός των γυναικών στον γ΄ κόσμο ξεπερνά (το 1960) το 85%, εν τούτοις, η απελευθερωτική εθνική πορεία πολλών χωρών σπρώχνει τις γυναίκες στο προσκήνιο. Τότε εμφανίζεται το «δεύτερο κύμα» του φεμινιστικού κινήματος. (Εμείς χρησιμοποιούμε τον όρο «γυναικείο ζήτημα». Ο όρος φεμινιστικό κίνημα γράφεται «κατά σύμβαση» και επειδή κατοχυρώθηκε διεθνώς)
Εμβληματική φυσιογνωμία του β΄ κύματος αναμφίβολα είναι η Σιμόν Ντε Μπωβουάρ (σύντροφος του υπαρξιστή Ζ. Π. Σαρτρ, βραβευμένη το 1954 με το βραβείο Γκονκούρ), η οποία γίνεται γνωστή με το βιβλίο «Το δεύτερο φύλο» (1949) και γνωστότερη από την αξιωματική έκφραση «γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι». Η Σ. Μπωβουάρ εκφράζει εκείνο το ρεύμα της γαλλικής διανόησης το οποίο ταλαντεύονταν σ’όλον τον 20ο αιώνα ανάμεσα στις μικροαστικές φιλελεύθερες ιδέες και τον σοσιαλισμό.
Το δεύτερο κύμα του γυναικείου κινήματος σχετίζεται άμεσα με τα κινήματα της δεκαετίας του ’60 για τους μαύρους, το περιθώριο, το «μη κανονικό», τον αντιαυταρχισμό, τον αντικομφορμισμό, την εναντίωση στην καπιταλιστική δύση (πόλεμοι) και στην ξεπεσμένη ανατολή (ρεβιζιονισμός, παλινόρθωση). Επηρεασμένα από τις ιδέες της απαισιοδοξίας, της ματαιότητας, του «εδώ και τώρα», οδηγήθηκαν χωρίς σχέδιο στο αποκορύφωμά τους, στο λεγόμενο γαλλικό Μάη (αλλά και στις ΗΠΑ, Αγγλία, Ιταλία και Γερμανία) για να ηττηθούν κατά κράτος από το αστικό σύστημα.
Το δεύτερο κύμα του γυναικείου κινήματος αναμφίβολα επηρεάστηκε από όλη την ατμόσφαιρα της εποχής και πήρε λαθεμένα, μονόπλευρα αντιπατριαρχικό-αντιανδρικό χαρακτήρα. Αναντίρρητα επηρέασε όλες τις σφαίρες της τέχνης και της καλλιτεχνικής ζωής, αλλά επειδή εξαντλούσε την κριτική του εντός του αστικού συστήματος γρήγορα αφομοιώθηκε. Άφησε ως ορατή παρακαταθήκη τις αλλαγές στην εμφάνιση των γυναικών ή τροφοδότησε τη γνωστή συζήτηση, αν δηλαδή για τη σύγχρονη γυναικεία καταπίεση φταίει ο καπιταλισμός ή… οι άντρες. Δεν προσπαθούμε να απομειώσουμε ετσιθελικά την προσφορά των διάφορων κινημάτων στη δεκαετία του ’60. Υπογραμμίζουμε όμως ότι ήταν «κραυγές αγωνίας» και όχι «σφιγμένες γροθιές».
Κλάρα Τσέτκιν
Η σημερινή εποχή
Οπωσδήποτε κάθε επιμέρους κίνημα (και το γυναικείο είναι τέτοιο όταν δε συνδέεται με τον στόχο του σοσιαλισμού) επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τα κυρίαρχα ρεύματα της συγκεκριμένης εποχής. Η υποχώρηση των κομμουνιστικών ιδεών δεν τροποποίησε μόνο προς το αρνητικότερο όλους τους πολιτικούς συσχετισμούς. Άφησε βαθύ αποτύπωμα σ’όλα τα κοινωνικά ρεύματα, συστήματα σκέψεων, κοσμοθεωρίες. Μετά την έλευση του ρηγκανοθατσερισμού (1980) και την εκκωφαντική πτώση των καθεστώτων του παλινορθωμένου καπιταλισμού (1990), το γυναικείο κίνημα μοιάζει σαν «απομεινάρι της χθεσινής μέρας». (Δεν μιλάμε φυσικά για τις ομάδες γυναικών του ΚΚΕ που αντιγράφουν τις ανακοινώσεις του και χρησιμοποιούνται σαν σφραγίδες του ΠΑΜΕ).
Πλάι στη χρόνια εκμετάλλευση των γυναικών στους χώρους εργασίας, προστέθηκε η στρατιά των γυναικών από τις χώρες του παλινορθωμένου καπιταλισμού, πουλώντας το σώμα τους ή τη «νοικοκυροσύνη» τους, το κλείσιμο στο σπίτι στις μουσουλμανικές χώρες (η μαντήλα είναι παρωνυχίδα) αλλά, και η δυναμική, ακραία, βαθειά συντηρητική χρησιμοποίησή τους στη διαφήμιση, στην TV και στα ΜΜΕ γενικότερα. Το κοινωνικό ιδεότυπο της γυναίκας παρουσιάζεται συνώνυμο της ανοησίας και της ρηχότητας, ενώ μπροστά στην εκδίκηση του αντιγυναικείου «πολιτισμικού» ρεύματος, τα γνωστά ανέκδοτα με τις ξανθιές μοιάζουν σαν…προσευχές. Είναι φανερό ότι μετά το α΄ και β΄ κύμα (δικαιωμάτων και αμφισβήτησης) υπάρχει μια συνολική υποχώρηση των γυναικείων απαιτήσεων.
Ενώ ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός αρνείται ακόμα και το δικαίωμα στην αξιοπρεπή ζωή και εργασία, η πλειονότητα πχ των περιοδικών που απευθύνονται σε γυναίκες γράφουν «χαρωπά», «ανέμελα» και φυσικά ανώδυνα για το κυρίαρχο σύστημα. Ενώ στον γ΄ κόσμο τα σύνορα χαράσσονται με αίμα και δάκρυ είναι λίγα τα δείγματα των εθνικών και ταξικών κινημάτων που προβάλλουν το ζήτημα της γυναικείας χειραφέτησης ως μοχλό για την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνική απελευθέρωση. Είναι χαρακτηριστικότατο παράδειγμα πως στη χώρα μας τα μεγάλα εκπαιδευτικά συνδικάτα (ΟΛΜΕ και ΔΟΕ), παρότι το 70% των μελών τους είναι γυναίκες-εκπαιδευτικοί, ελάχιστα έχουν ασχοληθεί, θεωρητικά και πρακτικά, με το γυναικείο ζήτημα.
Τι να κάνουμε
Ως κομμουνιστές έχουμε την αξιωματική αρχή πως αγωνιζόμαστε για τον στόχο της πλήρους απελευθέρωσης όλων των ανθρώπων επομένως και των γυναικών. Θεωρούμε ότι όλα τα γυναικεία ρεύματα και ομάδες πρέπει να στραφούν κατά του καπιταλιστικού συστήματος που γεννάει όλα τα σημερινά δεινά. Ο στόχος δεν είναι ούτε ο διπλανός μας ούτε το άλλο φύλο, όσο κι αν η πατριαρχία ταυτίστηκε με όλα τα εκμεταλλευτικά συστήματα. Η επαναφορά στο προσκήνιο ενός νέου δυναμικού όσο και απελευθερωτικού γυναικείου κινήματος δεν μπορεί παρά να συνδέεται πλέον άρρηκτα με τις κομμουνιστικές ιδέες και πρακτικές. Ξεκινώντας από το δικαίωμα στη δουλειά, με αξιοπρεπείς, αναβαθμισμένους εργασιακούς όρους, μισθό, περίθαλψη, σύνταξη.
Αυτό προϋποθέτει σύγκρουση με τις μνημονιακές πολιτικές, την ΕΕ, το ΔΝΤ, τον ιμπεριαλισμό, προϋποθέτει τσάκισμα όλων των πλεγμάτων της εξάρτησης. Ανάδειξη και προστασία όλων των ζητημάτων τα οποία σχετίζονται με τη μητρότητα. Αντιπαράθεση με τις μορφές υποτίμησης, γελοιοποίησης και περιθωριοποίησης της γυναίκας από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και των συστημάτων διαφήμισης (Καλύτερα δυσφήμισης).
Το νέο γυναικείο κίνημα όφειλε να μιλήσει ανοιχτά, με παρρησία, για τα προβλήματα των γυναικών στις χώρες του γ΄ κόσμου που βιώνουν πολλαπλασιασμένα και δραματικά τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και την ντόπια οπισθοδρόμηση. Η ένταξη «του μισού τ’ουρανού» στα συνδικάτα και στις προοδευτικές και αριστερές οργανώσεις είναι αναγκαίο εργαλείο σ’όλη αυτή την πορεία. Ο δρόμος χαράχτηκε, ο πάγος έσπασε και καμία δύναμη δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία προς την ολική χειραφέτηση. Μπορεί ν’ανακοπεί ενδεχομένως αν υπάρξει πισωγύρισμα. Αυτό μας έμαθε η παλινόρθωση, που είναι δάσκαλος από την ανάποδη.
Με αφορμή την 8η Μάρτη -αλλά όχι μόνο- οφείλουμε να μιλήσουμε, να σκεφτούμε και -κυρίως- να πράξουμε για το γυναικείο ζήτημα. Γυναίκες και άντρες, εργαζόμενοι, άνεργοι, μπορούν να βρουν έναν κοινό βηματισμό.