Τρίτη 3 Μαΐου 2022

Η στάση απέναντι στο πόλεμο στην Ουκρανία και το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα.

oukrania-rosia-stratos-polemos

Για τη στάση ορισμένων πολιτικών δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά, απέναντι στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο και τα καθήκοντα του αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία σηματοδοτεί μια απότομη αναβάθμιση των ανταγωνισμών ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, που θέτει άμεσα την ανάγκη οικοδόμησης ενός αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος των λαών με στόχο την υπεράσπιση της ειρήνης και της ανεξαρτησίας. Η απουσία του λαϊκού παράγοντα γίνεται επώδυνα αισθητή στην τσακισμένη Ουκρανία την οποία επιβουλεύονται οι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ και Ρωσίας, αξιοποιώντας τον εθνικισμό, σπέρνοντας το φασισμό και τον θάνατο. Σε αυτό το πλαίσιο δοκιμάζονται οι αναλύσεις και τα συνθήματα των δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά από τις οποίες θα εξαρτηθεί η ενίσχυση ή η υπονόμευση ενός μαζικού κινήματος που θα μπορέσει να ανατρέψει τα αρπακτικά και πολεμικά σχέδια των ιμπεριαλιστών. Από αυτή την άποψη αποκτά ιδιαίτερη σημασία η ερμηνεία της ουκρανικής κρίσης που παρουσιάζουν οι διάφορες δυνάμεις που μιλούν εν ονόματι του λαϊκού κινήματος, και ακόμα μεγαλύτερη σημασία αποκτά η αντίκρουση όλων των παραλλαγών της επιχειρηματολογίας που οδηγεί το κίνημα σε σίγουρο χαντάκωμα αυτής ή της άλλης απόχρωσης.

Αντιλήψεις που εξωραΐζουν τη Ρωσία του Πούτιν
Ενώ η αντιρωσική ρατσιστική προπαγάνδα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης και των αστικών κομμάτων αφηνιάζει σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο με σκοπό τη συγκάλυψη των νατοϊκών εγκλημάτων στην Ουκρανία, ανάμεσα στις δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά εμφανίζονται ορισμένοι που θεωρούν τη ρωσική εισβολή δίκαιη, αθωώνοντας τον ιμπεριαλισμό στην πραγματικότητα από την ανάποδη. Ορισμένες δυνάμεις που στην πρώτη φάση της πανδημίας συντάχθηκαν υπό το ρεφορμιστικό σύνθημα αναβολής των αγώνων, “μετά θα λογαριαστούμε”, όπως ο Εργατικός Αγώνας, ο Σύλλογος Κορδάτος και η Παρέμβαση, και ακόμα περισσότερο οι δυνάμεις της ΛΑΕ που ξεπήδησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, ηθελημένα ή άθελά τους, συντάσσονται με τα επιθετικά σχέδια της ρωσικής ολιγαρχίας, κάποιες πιο δειλά και άλλες πιο φανερά.
Σύμφωνα με αυτές τις δυνάμεις η Ρωσία παρουσιάζεται ως μια αμυνόμενη, μη ιμπεριαλιστική χώρα, η οποία “εξωθήθηκε” σε αυτή την εισβολή από την επιτιθέμενη Δύση, και καλούν το λαό να στηρίξει την “αποναζιστικοποίηση” και τις προοπτικές “ήττας” του ΝΑΤΟ που δήθεν προωθεί η ρωσική εισβολή.
Τόσο οι προτάσεις προς τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό για μια “νέα αρχιτεκτονική της διεθνούς ασφάλειας” μέσω του επικαθορισμού των κατευθύνσεων μιας σειράς μικρότερων κρατών από τους δύο ιμπεριαλιστές, όσο και το πολεμικό διάγγελμα του Πούτιν ήταν αποκαλυπτικό σε ό,τι αφορά τις πραγματικές επιδιώξεις του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Επαναφορά της “ιστορικής”, δηλαδή της τσαρικής Ρωσίας μέσω της “αποκομμουνιστικοποίησης”, δηλαδή της αμφισβήτησης της αυτοδιάθεσης των εθνών που επέφερε η Οκτωβριανή Επανάσταση για δεκάδες λαούς, έλεγχος των βόρειων ακτών της Μαύρης Θάλασσας και προσαρτήσεις εδαφών όπως άτσαλα δημοσιοποίησε ο διευθυντής της υπηρεσίας ξένων πληροφοριών κατά τη συνεδρίαση του συμβουλίου ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Επομένως οι σκοποί της ρωσικής ολιγαρχίας είναι κάθε άλλο παρά αμυντικοί, είναι σκοποί κατακτητικοί, ιμπεριαλιστικοί και άδικοι.
Πράγματι το ΝΑΤΟ και οι Αμερικάνοι παραβιάζουν την κυριαρχία ολόκληρων λαών για τα ληστρικά τους συμφέροντα, ενώ προωθούν μια ασφυκτική στρατιωτική περικύκλωση της Ρωσίας για να εκμηδενίσουν την επιρροή της, προσβλέποντας μακροπρόθεσμα και στην ανάσχεση της οικονομικής ηγεμονίας της Κίνας. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί τις στρατιωτικές εισβολές και την καταστρατήγηση της κυριαρχίας ξένων κρατών από τη Ρωσία. Μια τέτοια τοποθέτηση θα σήμαινε πως η αριστερά προδίδει τον αγώνα των λαών για αυτοδιάθεση, ανεξαρτησία και εθνική κυριαρχία.
Είναι λαθεμένος ο ισχυρισμός πως η στρατιωτική επικράτηση της Ρωσίας στην Ουκρανία αποτελεί “ήττα” για το ΝΑΤΟ. Το ΝΑΤΟ βγαίνει από αυτή την ιστορία συσπειρωμένο και με προοπτικές διεύρυνσης. Παρουσιάζεται ως “εγγυήτρια δύναμη της ειρήνης και αυτοδιάθεσης των εθνών”, με επαυξημένη αίγλη στα μάτια των λαών του δυτικού κόσμου, ξεπερνώντας πρόσκαιρα τις φυγόκεντρες τάσεις του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, ο οποίος επαναφέρει δυσθεώρητους στρατιωτικούς εξοπλισμούς που επιταχύνουν την οικονομική αφαίμαξη και τους κινδύνους πολεμικής καταστροφής για τους λαούς. Αποδεικνύεται πως η επικράτηση του ενός ιμπεριαλιστή έναντι του άλλου δεν μπορεί να γίνει αναίμακτα, ενώ κάτι τέτοιο δεν θα σήμαινε παρά αλλαγή βάρδιας στο σύστημα της καταπίεσης και εκμετάλλευσης των λαών. Η ρωσική επέμβαση απέναντι στην πρόσφατη κοινωνική έκρηξη του λαού του Καζακστάν αυτό ακριβώς φανερώνει.
Είναι ακόμα πιο αναληθής ο ισχυρισμός πως η επικράτηση της Ρωσίας στην Ουκρανία θα αποτελέσει την “πρώτη ήττα”, την πρώτη ανάσχεση της επέκτασης του ευρωατλαντικού άξονα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Στην πραγματικότητα ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ηττήθηκε σε μια σειρά από χώρες που επιχείρησε να επέμβει από το 1990 έως σήμερα, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή και με πιο πρόσφατο παράδειγμα την άτακτη αποχώρησή του από το Αφγανιστάν. Ενώ ούτε στη Λατινική Αμερική κατορθώνει να επιβάλει όπως παλιότερα την κυριαρχία του, με πιο τρανταχτό παράδειγμα τη Βενεζουέλα, όπου ο αχυράνθρωπος τους Γκουαιδό βρίσκεται στα αζήτητα. Οι αποτυχίες τους στο εξωτερικό και η αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας τους από νέες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, κάνουν τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό πιο επικίνδυνο και τυχοδιωκτικό.
Είναι αλήθεια πως οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν διαχρονικά ενισχύσει τις φασιστικές πολιτικές δυνάμεις από τις χώρες της Βαλτικής μέχρι τα Βαλκάνια, για να δημιουργήσουν εσωτερικά ερείσματα υπονόμευσης της ρωσικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε από τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την παροχή ασύλου στους εγκληματίες πολέμου του Άξονα στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου και του αντικομμουνισμού, συνεχίστηκε με την αθρόα χρηματοδότηση μέχρι και ίδρυση διαφόρων ακροδεξιών οργανώσεων, ενώ στην Ουκρανία πήρε τη μορφή καθοδήγησης και εκπαίδευσης νεοναζιστικών παραστρατιωτικών ταγμάτων που πραγματοποίησαν πραξικόπημα απέναντι στην εκλεγμένη κυβέρνηση. Έκτοτε αυτά τα τάγματα έχουν ενσωματωθεί στον επίσημο κρατικό μηχανισμό και δρουν ανενόχλητα, καταπιέζοντας εθνικές και άλλες μειονοτικές ομάδες, κυνηγώντας και εξοντώνοντας συνδικαλιστές, αγωνιστές της αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος. Η στρατιωτική αντιπαράθεση όμως της ιμπεριαλιστικής Ρωσίας με αυτές τις δυνάμεις δεν συνιστά “αποναζιστικοποίηση”.

Για το “αντιφασιστικό” πρόσωπο του Πούτιν
Ο στόχος της στρατιωτικής επιχείρησης της Ρωσίας δεν είναι η “αποναζιστικοποίηση” όπως φαίνεται και από την προθυμία του ρωσικού ιμπεριαλισμού να συμφωνήσει όρους τερματισμού του πολέμου με την κυβέρνηση Ζελένσκι, αυτή δηλαδή που ως συνέχεια της κυβέρνησης Ποροσένκο, βαρύνεται πολιτικά για τα φασιστικά εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί εδώ και οχτώ χρόνια.
Πολύ δε περισσότερο προκαλεί σύγχυση η οποιαδήποτε υπόνοια “αντιφασιστικού” χαρακτήρα του κατακτητικού πολέμου της Ρωσίας, την ίδια στιγμή που οι στρατιωτικές δυνάμεις της Ρωσίας δρουν από κοινού με εθνικιστικές, ακροδεξιές και νεοναζιστικές μισθοφορικές ομάδες όπως η Rusich, ο Ρωσικός Ορθόδοξος Στρατός και άλλες. Αντίστοιχα δεν πρέπει να κυριαρχεί η παραπληροφόρηση σε σχέση τις λεγόμενες “Λαϊκές Δημοκρατίες”, που ιδιαίτερα η ΛΑΕ τις μπερδεύει με τις σοσιαλιστικές Λαϊκές Δημοκρατίες του 20ου αιώνα. Σημαία των κυρίαρχων δυνάμεων στο Ντονμπάς δεν είναι ο σοσιαλισμός και η ανεξαρτησία, αλλά η πρόσδεση στο ρωσικό καπιταλιστικό άρμα. Τόσο ο πρόεδρος του Ντονέτσκ, όσο και ο πρόεδρος του Λουγκάνσκ είναι μέλη του συντηρητικού κόμματος του Πούτιν, ενώ στο κομμουνιστικό κόμμα είχε απαγορευτεί η συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές του Ντονέτσκ το 2014. Αντίστοιχα τα δύο εναπομείναντα εκλεγμένα μέλη του στο λαϊκό συμβούλιο (κοινοβούλιο) του Ντονέτσκ εκδιώχθηκαν το 2016, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν καταγγελίες για δεκάδες δολοφονίες στελεχών των αντάρτικων αυτονομιστικών μονάδων υπό σκιώδεις συνθήκες.
Η ρωσική μεγαλοαστική τάξη έχει εδώ και χρόνια οικοδομήσει οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς με την ευρωπαϊκή ακροδεξιά και τους νοσταλγούς των ναζί όπως η Λεπέν στη Γαλλία, ο Σαλβίνι και η Λέγκα του Βορρά στην Ιταλία, ο Όρμπαν και το αντιπολιτευτικό φασιστικό κόμμα Jobbik στην Ουγγαρία και άλλα. Είναι τρομερά επιζήμιο, αν όχι εγκληματικό, να προσδίδονται αντιφασιστικά χαρακτηριστικά στη διακυβέρνηση Πούτιν και το καπιταλιστικό καθεστώς της Ρωσίας, το οποίο στηρίζεται στη βίαιη φίμωση και καταστολή των αντιπολιτευτικών φωνών με την παράλληλη ενίσχυση της εθνικιστικής και συντηρητικής ρητορικής, που επικοινωνεί διεθνώς με τα πιο αντιδραστικά πολιτικά μορφώματα. Η “έγνοια” της ρωσικής ολιγαρχίας για τις δημοκρατικές ελευθερίες φανερώνεται στο Καζακστάν, όπου με τα όπλα του ρωσικού ιμπεριαλισμού τα κομμουνιστικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις παραμένουν παράνομες.
Αποδεικνύεται επομένως πως οι λαοί δεν μπορούν να περιμένουν κανενός είδους “αποκατάσταση της δημοκρατίας” από τον υποκριτικό “αντιναζισμό” του ρώσικου μιλιταρισμού. Μια εισβολή που δημιουργεί εκατομμύρια πρόσφυγες και χιλιάδες νεκρούς, δεν μπορεί παρά να ενισχύσει τα αντιρωσικά αισθήματα του ουκρανικού λαού και να αναμοχλεύσει εθνικισμούς, που μακροπρόθεσμα θα τροφοδοτήσουν τις ακροδεξιές και φασιστικές δυνάμεις στην Ουκρανία και ολόκληρο τον κόσμο.
Η στάση ανοχής -ή και υποστήριξης- της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία εκδηλώνει τα κατάλοιπα του ρεφορμισμού, την έλλειψη πίστης στις δυνάμεις του αυτοτελούς λαϊκού αγώνα, και οδηγεί μια σειρά δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά στην επιλογή “του μικρότερου κακού”, που εν προκειμένω εντοπίζουν στον Πούτιν και τον ρωσικό ιμπεριαλισμό. Γι’ αυτό προβάλλει ως επιτακτική ανάγκη η διάδοση και κυριαρχία του συνθήματος “οι λαοί δεν έχουν ανάγκη από προστάτες”.
Η ρωσο-ουκρανική κρίση φέρνει στην επιφάνεια τη δοκιμασμένη αλήθεια των λαών όλου του κόσμου, πως η ειρήνη, η δημοκρατία και η εθνική ανεξαρτησία δεν μπορούν παρά να είναι έργο των ακηδεμόνευτων κοινωνικών αγώνων. Αυτοί οι αγώνες πρέπει να βάλουν στην προμετωπίδα τους το ζήτημα της αντιπολεμικής-αντιιμπεριαλιστικής πάλης απέναντι σε κάθε εισβολή και επαναχάραξη συνόρων, απέναντι στον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, τον κύριο εχθρό της πλειοψηφίας των λαών του πλανήτη, αλλά και απέναντι στους επίδοξους αντικαταστάτες του.