Γράφει ο Φίλιππος Μάρας
Πάσχα σε ξερονήσια. Πώς να «γιορτάσει» κάποιος και γιατί; Από μόνο του, είναι αντίφαση. Σε ποιον να πεις «Χριστός Ανέστη;»
Πάσχα σε ξερονήσια. Πώς να «γιορτάσει» κάποιος και γιατί; Από μόνο του, είναι αντίφαση. Σε ποιον να πεις «Χριστός Ανέστη;». Στον σύντροφο εκεί δίπλα σου; Μα, του το είπες στο βουνό μερικά χρόνια πριν, που ήσασταν λεύτεροι κι εκείνος αποκρίθηκε «αληθώς» και το εννοούσατε και οι δυο.
Ήταν ψηλαφητό το «αληθώς ανέστη», ορατό, το βλέπατε: κερδίζατε. Τώρα; Τι έγινε; Έχει σημασία πια εδώ; Παρά μόνο το χατίρι τους, να περάσετε μια μέρα με το κεφάλι σας ήσυχο. Αυτοί θα κρατήσουν τα προσχήματα μέρα που είναι και από αύριο θα είστε πάλι εχθροί του έθνους και θα σας τρίβουν στα μούτρα, τη «δήλωση».
Και απέναντι, το Λαύριο. Ελεύθερο. Όπως και όλη η Ελλάδα, που εσύ λευτέρωσες και με αμοιβή φτηνή, να βρεθείς στο ξερονήσι. Η αποστολή; Α! Ναι, αυτή επετεύχθη. Μόνο, να, που το κιβώτιο ήταν άδειο.
Ούτε αυτό όμως, έχει σημασία. Εμείς, το καθήκον στην πατρίδα, το κάναμε κι ας βρεθήκαμε εδώ. Ποιος είπε πως όταν το κάνουμε, έχει πάντα αίσιο τέλος;
Η σπορά, μένει. Και φουντώνει. Και μεγαλώνει. Και καρπίζει. Και πέφτουν νέοι σπόροι στη γη. Μια στάση της ιστορίας και της πορείας, είναι αυτή.
Κι ας λένε οι καραβανάδες. Τόσα ξέρουν, τόσα τους είπαν να λένε.Εμείς, ξέρουμε κι ας παραδώσαμε το κιβώτιο, αδειανό, στην πορεία κάτι μάθαμε και η εμπειρία της, θα πάει στους επόμενους και θα τα κάνει καλύτερα και καλύτερα.
Για αυτό σου λέω: μια στάση της ιστορίας είναι και δαύτη, έπεσε ο κλήρος σε μας, να λέμε «Χριστός Ανέστη», στην εξορία, κρατούμενοι. Ζευγάδες, είμαστε σύντροφε. Κι ό,τι κάναμε, κάναμε. Αλλά και οι ζευγάδες φεύγουν.
Η σπορά, όμως μένει. Σε αυτήν ευχόμαστε σήμερα νυν και αεί, θα ‘ρθει και η στιγμή που θα απαντήσει με τη σειρά της, ρεαλιστικά το «αληθώς».
Μονάχα ένα παράθυρο ουρανό.
Και μια άκρη φουντωμένο κυπαρίσσι…
Και μια γιρλάντα πούχει τριγυρίσει,
το κάδρο με τον άγριο γερανό.
Μονάχα αυτά, κι η αρρώστεια μου κοντά.
Κι η μοναξιά με τη βουβή της μάσκα.
Κι ο κόσμος όξω να γιορτάζει Πάσκα
και να γλεντά.
Απ’ έξω ένα τραγούδι χορευτό,
περνώντας, παίζει ένα φτηνό οργανέτο·
και να μην έχω ούτε ένα απλό μπουκέτο –
να του κλαφτώ.
Η πόρτα μου χωρίς ν’ ανησυχεί,
μάταια κι απελπισμένα περιμένει.
Και στα κλειστά μου δόντια γαντζωμένη –
αυτή η ψυχή.
Αυτή η ψυχή που απ’ όλο το βασίλειο,
κι απ’ την γαλάζια σφαίρα που γυρνά,
απ’ τα φευγάτα, κι απ’ τα τωρινά,
το χώμα έχει λατρέψει, και τον ήλιο.
Δεν πρόφτασα ζωή ούτε και να βλάψω.
Ζωή, που σε καλούσα «Δυστυχία».
Κ ά π ο ι ο ς με κράζει απ’ τη δεντροστοιχία…
Μα δε θα κλάψω!
Μενέλαος Λουντέμης, Κραυγή στα πέρατα, εκδ. Δωρικός, 1977
Πάσχα το ‘50, στη Μακρόνησο. Προσπαθούσαν -αλλά δεν τα κατάφερναν πάντα – να κρατούν τα προσχήματα. Είχαν όμως και οι κρατούμενοι τους τρόπους, να επικοινωνούν τα βάσανά τους, στον έξω κόσμο.