Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΑΤΣΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ

Η συμφωνία και η «ρήξη» τους, δυο όψεις του ίδιου νομίσματος
 
Χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί οποιοδήποτε σενάριο, η «επίτευξη» συμφωνίας προβάλλει αυτή τη στιγμή ως η επικρατέστερη εξέλιξη. Παρά τις περιοδικές δηλώσεις των στελεχών ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ που προκαλούν στιγμιαίες καθιζήσεις στο κλίμα «αισιοδοξίας και ικανοποίησης» που επικρατεί στα κυβερνητικά κλιμάκια και στα τηλεοπτικά τζάκια, όλο και πληθαίνουν τα σημάδια που παρουσιάζουν την υπογραφή μιας νέας συμφωνίας ως την πλέον πιθανή περίπτωση.
Και δεδομένου ότι το διαπραγματευτικό θέατρο που στήνεται ενόψει της εκάστοτε συμφωνίας, είθισται εδώ και πέντε χρόνια να περιέχει διαφόρων ειδών παιχνίδια με στόχο και τη διαχείριση της κοινής γνώμης, έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση γνωρίζει αρκετά περισσότερα ώστε να εμφανίζεται όλο και πιο αισιόδοξη. Άλλωστε, όσο και αν οι εκβιασμοί, οι αποχωρήσεις, οι διενέξεις και οι επιπλήξεις ανακατεύονται και εναλλάσσονται με τους επαίνους, τις φιλοφρονήσεις, τις συγκλίσεις και το θετικό κλίμα, το τελικό συμπέρασμα μετά από 4 μήνες «διαπραγματεύσεων» είναι ότι η υπογραφή συμφωνίας, που στην αρχή θα ήταν «ρήξη», έρχεται όλο και πιο κοντά.

Σε κάθε περίπτωση, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο κίνημα και στον αντίκτυπο που αναπόφευκτα έχουν οι πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό του, οφείλουμε από την πλευρά μας να δώσουμε τις απαντήσεις μας πάνω στα διλήμματα και τις θεωρήσεις που επικρατούν το τελευταίο διάστημα στους κόλπους του.
Μπροστά στην τροφοδοτούμενη από τα ΜΜΕ αγωνία και στις «τελικές» ημερομηνίες που κλειδώνουν η μία πίσω από την άλλη, το ερώτημα της επίτευξης συμφωνίας απλώνεται εκβιαστικά στην κοινωνία και μαζί με αυτό και οι ερμηνείες για τη σημασία της. Έτσι γύρω από το δίλημμα «ναι ή όχι σε μια νέα συμφωνία» αναπαράγεται μια συζήτηση που ξεκινώντας από μια στρεβλή ανάγνωση της πραγματικότητας καταλήγει και σε ανάλογα συμπεράσματα.
Και αν ένα κομμάτι της κοινωνίας, κάτω από το βάρος της προπαγάνδας, των εκβιασμών και της τρομοκρατίας για την επερχόμενη καταστροφή, λανθασμένα προσδοκά στη σωτηρία της επερχόμενης μνημονιακής συμφωνίας, ένα άλλο που αναφέρεται στην αριστερά και κινείται κυρίως γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, επίσης λανθασμένα, επενδύει στη «θετική εξέλιξη» του αδιεξόδου των διαπραγματεύσεων την οποία μάλιστα ταυτίζει με ρήξη.
Με δεδομένο όμως ότι και τα δύο ενδεχόμενα θα είναι το αποτέλεσμα της ίδιας κυβερνητικής πολιτικής, αυτής δηλαδή που εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ και 4 περίπου μήνες και που στην πραγματικότητα αποτελεί στα βασικά της σημεία συνέχεια της προηγούμενης, τα πράγματα δεν μπορεί να είναι τόσο διαφορετικά όσο προδικάζουν οι υποστηρικτές τους. Πολύ περισσότερο, τα πράγματα δεν μπορεί να είναι διαφορετικά με δεδομένο ότι η επόμενη μέρα της διαπραγμάτευσης, θα προκύψει απουσία του λαϊκού παράγοντα. Πώς αλήθεια μπορεί να υποστηρίζει κάποιος ότι θα υπάρχει αμφισβήτηση της πολιτικής των μνημονίων με το κίνημα σε κατάσταση αδράνειας;
Η συμφωνία και η «ρήξη» τους, δυο όψεις του ίδιου νομίσματος
Η κατά πάσα πιθανότητα επερχόμενη συμφωνία, σηματοδοτεί την απόλυτη προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ στις όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις των ιμπεριαλιστών, το βάθεμα της εξάρτησης και την εδραίωση του καθεστώτος νεοαποικιακού ελέγχου. Η υπογραφή της νέας συμφωνίας, θα φέρει την επόμενη μέρα τους ξένους δυνάστες με ακόμα μεγαλύτερες αξιώσεις να διεκδικούν το δημόσιο πλούτο της χώρας, να απαιτούν φοροληστρικά μέτρα και εργασιακές συνθήκες γαλέρας, καθώς και την παραπέρα διάλυση  της δημόσιας Υγείας-Παιδείας-Πρόνοιας προς όφελος πάντα των νέων ληστρικών οικονομικών συμβάσεων και των συμφερόντων του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας αστικής τάξης. Δεν αποτελεί κανενός είδους «έντιμο συμβιβασμό» αλλά μια απροκάλυπτη επέμβαση στα εσωτερικά μίας εξαρτημένης χώρας, καθώς και έναν ακόμη θρίαμβο της πολιτικής της υποτέλειας από τους νέους «αριστερούς» διαχειριστές.
Η μη υπογραφή συμφωνίας κάθε άλλο παρά αναιρεί τα παραπάνω. Ανεξάρτητα με τα σενάρια καταστροφής και τρόμου που υφαίνουν οι πάσης φύσεως «τεχνοκράτες» γυρολόγοι, η επόμενη μέρα θα βρει την Ελλάδα στο ίδιο πολιτικό πλαίσιο. Είτε θεωρηθεί πιστωτικό γεγονός, είτε χρεοκοπία, είτε ακόμη υπό αυτούς τους όρους η χώρα οδηγηθεί εκτός ευρώ, την επόμενη μέρα η εξάρτηση και η πολιτική της υποτέλειας θα είναι εδώ.
Οι δυνάστες της ΕΕ και του ΔΝΤ θα είναι και πάλι εδώ, καθώς και μια κυβέρνηση υποτελής που θα τους αποκαλεί εταίρους και που από κοινού με αυτούς θα αναζητά την νέα «αμοιβαία επωφελή συμφωνία». Και ίσως με ακόμη πιο ισχυρούς εκβιασμούς, οι ξένοι προστάτες θα διεκδικούν τον πλούτο της χώρας και την οικονομική υποδούλωση του ελληνικού λαού, για την εξυπηρέτηση των αδηφάγων συμφερόντων τους.
Με πιο απλά λόγια κανένα από τα παραπάνω σενάρια δεν μπορεί να είναι ελπιδοφόρο για τον ελληνικό λαό. Και κανένα σενάριο για τον λαό δεν μπορεί να είναι ελπιδοφόρο… χωρίς τον ίδιο τον λαό.
Η «ρήξη» με την πολιτική της εξάρτησης και της υποτέλειας, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα τεχνοκρατικών χειρισμών, αλλά προϊόν πολιτικής βούλησης. Και καμία τέτοια βούληση δεν έχουν όσοι ορκίζονται καθημερινά στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ προσδοκώντας από τους «προστάτες» τους μια «έντιμη» μεταχείριση.
Η «ρήξη» δεν έχει καμία σχέση με το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων, το GREXIT, ή το όποιο ατύχημα, που μπορεί να είναι ακόμα και το αποτέλεσμα ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Η ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και την πολιτική της εξάρτησης και της υποτέλειας, προϋποθέτει τους αγώνες του λαϊκού κινήματος σε αυτή την κατεύθυνση.
Και αυτή τη διέξοδο καθόλου δεν την υπηρετούν όσοι το τελευταίο διάστημα επιχειρούν να μετατρέψουν το κίνημα και τα συνδικάτα σε συνυπεύθυνους παρατηρητές της διαπραγμάτευσης, η πολύ περισσότερο να το οδηγήσουν σε φιλοκυβερνητικές συγκεντρώσεις σαν αυτές που προσπάθησαν να στήσουν τον πρώτο καιρό της κυβερνητικής αλλαγής.
Εντός ορίων της κυβερνητικής πολιτικής και για τον εξωραϊσμό της, το ενδεχόμενο δημοψήφισμα
Συνέχεια της ίδιας συζήτησης που διεξάγεται αυτό τον καιρό στην κοινωνία, ενόψει της νέας συμφωνίας, αποτελεί και το θέμα της διεξαγωγής δημοψηφίσματος, το οποίο η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ φροντίζει να συντηρεί στην επικαιρότητα από την πρώτη μέρα της. Ανεξάρτητα με το τι τελικά θα επιλέξει η κυβέρνηση, δεν είναι λίγοι αυτοί που διεκδικούν με τη διενέργεια του δημοψηφίσματος να δοθεί ο λόγος στο λαό.
Κατά πόσο όμως μπορεί να δοθεί «λύση» μέσα από την προσφυγή σε αυτές τις κάλπες; Πόσο εφικτό είναι να ξεπερνάει το δίλημμα που θα θέσει η κυβέρνηση, τα όρια της ίδιας της πολιτικής της;
Αποφεύγοντας γενικεύσεις και θεωρητικές τοποθετήσεις για το θέμα των δημοψηφισμάτων, οφείλουμε να σταθούμε στο συγκεκριμένο ενδεχόμενο και στις συνθήκες στις οποίες θα διεξαχθεί. Στις παρούσες συνθήκες δεν υπάρχει κανενός είδους κίνημα το οποίο να πιέζει προς μια κατεύθυνση. Ελλείψει αυτού, ακόμα και οι έχοντες εκλογικές αυταπάτες δεν μπορούν να ελπίζουν σε κανένα θετικό αποτέλεσμα από μια τέτοια διαδικασία. Υπάρχουν οι εκβιασμοί των ιμπεριαλιστών και μια κυβέρνηση που αποδεχόμενη την εξάρτηση της χώρας και συνεχίζοντας την ίδια υποτελή πολιτική, αναζητά τον τρόπο να βγει αλώβητη από την αρένα της διαπραγμάτευσης. Τα πολιτικά όρια από τα οποία θα πηγάζουν οι επιλογές ενός δημοψηφίσματος, είναι αυτά που αναφέρθηκαν προηγούμενα. Είναι η πολιτική που ασπάζεται τον ευρωπαϊκό μονόδρομο και αναζητά λύσεις  «εθνικής ανεξαρτησίας» και «παραγωγικής ανασυγκρότησης» εντός ΕΕ. Είναι αυτή που έχει ήδη βαφτίσει το επερχόμενο μνημόνιο, «έντιμη συμφωνία».
Η κυβέρνηση θα προχωρήσει σε δημοψήφισμα μόνο αν το κρίνει σκόπιμο για να νομιμοποιήσει την όποια επιλογή της. Όπως όλα δείχνουν, αυτή θα είναι η υπογραφή της συμφωνίας, ή μιας άλλης αντίστοιχης υπογραφής στο μέλλον.
Σε αυτή την περίπτωση είναι βέβαιο, ότι απλώνοντας τα σενάρια (υπαρκτά ή μη) τρόμου για κάθε άλλο ενδεχόμενο, θα εκμαιεύσει τη λαϊκή συγκατάθεση για την επιβολή αυτής της πολιτικής. Για αυτούς τους λόγους καλλιεργεί αυταπάτες όποιος βλέπει δημοκρατικές λύσεις και φιλολαϊκές διεξόδους στις κάλπες και τα δημοψηφίσματα.