Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Μ-Λ ΚΚΕ ( ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: Άμεσα καθήκοντα, στόχοι πάλης)

Δ. ΤΑ ΑΜΕΣΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΜΑΣ



 Για την ανατροπή της πολιτικής της ανεργίας, της φτώχειας και της οικονομικής λεηλασίας του λαού και του τόπου μας

 29. Η συνέχιση της πολιτικής των μνημονίων για έκτο χρόνο προκαλεί ασφυξία στη ζωή του τόπου. Η πάλη για το σταμάτημά της είναι υπόθεση επιβίωσης του λαού μας. Αυτή η πάλη δεν μπορεί να δοθεί παρά μόνο αν απέναντι σε κάθε μνημονιακό νόμο και μέτρο στήνεται εργατικό και λαϊκό χαράκωμα μάχης για να μην περάσει. Με στόχο αυτές οι μάχες να συγκροτήσουν ένα ενιαίο μέτωπο πανελλαδικού αγώνα που το πρώτο βήμα του θα είναι να δημιουργήσει όρους αποτελεσματικής απόκρουσης των νέων αντεργατικών μέτρων και να ανακόψει την επιβολή της πολιτικής των μνημονίων. Και δεύτερο βήμα του να καταργήσει τα παλιά και τα νέα μνημόνια, να προχωρήσει στη διεκδίκηση και επανακατάκτηση των εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων που έχουν χαθεί και στη συνέχεια, μέσα από το δυνάμωμα του εργατικού και λαϊκού κινήματος, να ανοίξει τον δρόμο της παραπέρα διεύρυνσής τους. Αυτός ο αγώνας μπορεί να αναπτυχθεί αν κάθε αντιλαϊκό μέτρο, κάθε μνημονιακό χτύπημα γίνεται σημείο αγωνιστικής συσπείρωσης και συγκέντρωσης λαϊκών δυνάμεων και οι αγωνιστικές συσπειρώσεις συνενώνονται και διαμορφώνουν ένα πιο πλατύ μέτωπο λαϊκής αντίστασης και πάλης ενάντια στην πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ. Αν μέσα σ’ αυτό τον αγώνα οικοδομούνται όροι μαζικής ενωτικής κινητοποίησης και ενίσχυσης της αντίστασης, της οργάνωσης και της αγωνιστικής πεποίθησης του λαϊκού παράγοντα για την απόκρουση και ανατροπή των μνημονιακών μέτρων και δεν καλλιεργείται -όπως κάνει το ΚΚΕ- η αντίληψη που, ουσιαστικά, ανάγει την απόκρουση των αντιλαϊκών μέτρων σε ζήτημα που μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με μια «αλλαγή σε επίπεδο κυβερνητικής εξουσίας», μια αντίληψη που τη σημερινή αδυναμία του λαϊκού κινήματος τη μετατρέπει σε ηττοπάθεια και οδηγεί σε υποτίμηση και περιορισμό της καθημερινής πάλης ενάντια στα μνημονιακά χτυπήματα. Αν στρέφεται αποφασιστικά ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης, αλλά, παράλληλα, και ενάντια στην πολιτική των άλλων αστικών κομμάτων που ασκούν μια κάλπικη αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, ενώ έχουν ψηφίσει και στηρίζουν τα μνημόνια, ιδιαίτερα ενάντια στη ΝΔ, που με την υποκριτική και επιθετική νεοφιλελεύθερη ρητορική του νέου αρχηγού της και τις παρεμβάσεις της προσπαθεί να χειραγωγήσει τις λαϊκές διαμαρτυρίες και να τις αξιοποιήσει για την επάνοδό της στην κυβερνητική εξουσία, γεγονός που θα έχει σαν συνέπεια τη διαιώνιση και την κλιμάκωση της αντιδραστικής πολιτικής των μνημονίων και της υποτέλειας. Ο αγώνας αυτός πρέπει να αποσκοπεί στην ανατροπή συνολικά της αστικής και μνημονιακής πολιτικής και όχι μόνο του προσωρινού διαχειριστή της. Να μη στρεβλώνεται με αιτήματα, σαν κι αυτά που πρόβαλλαν ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του τύπου «κάτω η κυβέρνηση», που όπως απέδειξε και η εμπειρία της προηγούμενης περιόδου, μέσα στο σημερινό πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων πριμοδοτούν την εναλλαγή στην κυβερνητική εξουσία κομμάτων που υπηρετούν, στηρίζουν και συμβιβάζονται με την κυρίαρχη αστική και μνημονιακή πολιτική. Πρέπει να κατευθύνεται σταθερά και με όλο μεγαλύτερη δύναμη ενάντια στην ΕΕ και το ΔΝΤ, να συνδέεται με την προοπτική της εξόδου της Ελλάδας από την ΕΕ, το ΔΝΤ και το ΝΑΤΟ, με το γκρέμισμα του συστήματος της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας και της κυριαρχίας της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης.

Για την πάλη ενάντια στην πολιτική περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων, ενάντια στην κρατική τρομοκρατία και στη φασιστική δράση


30. Η πολιτική των βάναυσων επιθέσεων της αστυνομίας και των ΜΑΤ στα μεγάλα απεργιακά συλλαλητήρια επί κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου, η πολιτική έξαρσης της κρατικής βίας, του κυβερνητικού αυταρχισμού, του αντικομμουνισμού και της πρακτικής του εκφασισμού του κράτους που άσκησε η κυβέρνηση Σαμαρά, αλλά και η συνέχεια που έδωσε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με επιθέσεις και χημικά της αστυνομίας ενάντια σε διαδηλωτές, στους λίγους μήνες που βρίσκεται στην εξουσία, πιστοποιούν πως η επιβολή των μνημονίων είναι αξεχώριστη από την πολιτική της καταπάτησης των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Η πολιτική αντίδρασης των τελευταίων έξι χρόνων έχει πάρει πολλές μορφές: Ένταση του κλίματος τρομοκρατίας, χτύπημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων του λαού, έντονη αστυνομική καταστολή ακόμα και κατάργηση και συρρίκνωση τυπικών λειτουργιών αστικοκοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η προπαγάνδα εκφοβισμού, εκβιασμών και ψυχολογικού πολέμου, εκπορευόμενη από τα κυβερνητικά αλλά και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της ΕΕ, βομβαρδίζει αδιάκοπα τον ελληνικό λαό με κάθε είδους κινδυνολογίες και απειλές (για GREXIT, για «κούρεμα» και αρπαγή καταθέσεων, για ακόμα πιο «αιματηρά» μέτρα αν δεν γίνουν δεκτά αυτά των μνημονίων κ.α.) σε μια προσπάθεια να σπάσουν και να καθηλώσουν τις αντιδράσεις του. Επιστρατεύονται ο αντικομμουνισμός και η «θεωρία των δύο άκρων» για τη συκοφάντηση των εργατικών και λαϊκών αγώνων, μόλις αποκτούν δυναμική. Όταν οξύνεται η ταξική αντιπαράθεση ο κυβερνητικός αυταρχισμός εντείνεται. Οι διαδηλώσεις αντιμετωπίζονται με την αστυνομική τρομοκρατία και καταστολή, που διευκολύνονται από την τυφλή και προβοκατόρικη δράση των αναρχο-αντιεξουσιαστικών ομάδων στα συλλαλητήρια. Τα σχέδια για τον περιορισμό τους, με πρόσχημα τη «μη διατάραξη» της κυκλοφορίας και της εμπορικής δραστηριότητας στο κέντρο των πόλεων έρχονται και επανέρχονται. Το δικαίωμα της απεργίας χτυπιέται από κυβερνητικές και δικαστικές απαγορεύσεις και τις εργοδοτικές απειλές για απόλυση, που σε συνθήκες μεγάλης ανεργίας και σε συνδυασμό με την άσχημη κατάσταση της συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων λειτουργεί σαν ισχυρό τρομοκρατικό όπλο καθήλωσης των εργατικών αντιστάσεων. Ο κοινοβουλευτικός πραξικοπηματισμός τείνει να γίνει κανόνας με την έγκριση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων τους στη Βουλή μέσα από διαδικασίες εξπρές, με την ψήφιση πακέτων μνημονιακών μέτρων «σε ένα άρθρο», με την επιβολή σωρείας μνημονιακών διατάξεων με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα της τρόικας να υπαγορεύουν το περιεχόμενό τους και τις προθεσμίες ψήφισής τους. Τα δημοκρατικά δικαιώματα και οι πολιτικές ελευθερίες του λαού δεν περιορίζονται και πλήττονται μόνο από τον κυβερνητικό αυταρχισμό και την κρατική τρομοκρατία, αλλά και από τη δράση των ακροδεξιών και φασιστικών δυνάμεων. Η είσοδος της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής στη Βουλή, το ότι και μετά τις τελευταίες εκλογές παραμένει τρίτο κοινοβουλευτικό κόμμα, παρά τις δολοφονίες και τις τρομοκρατικές επιθέσεις της ενάντια σε μετανάστες και δημοκράτες, παρά την παραπομπή της ηγεσίας της σε δίκη με την κατηγορία ότι είναι εγκληματική οργάνωση, υπογραμμίζουν πως η φασιστική απειλή διόλου δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Πολύ περισσότερο που, παρά τις «προσαρμογές» της δράσης της μετά την παραπομπή της σε δίκη, αυτή δεν παύει να εκδηλώνεται στην κοινωνία, να οργανώνει φασιστικούς θύλακες ή και να προκαλεί μέσα από τη Βουλή, ενώ ο όλος χειρισμός και η διαδικασία της δίκης από τα κέντρα του αστικού πολιτικού συστήματος δείχνει πως το «ψαλίδισμα» που θέλησαν να της κάνουν για συγκεκριμένους λόγους (διαρροή εκλογικού ποσοστού της ΝΔ κλπ.) αποβλέπει στην πολιτική «συντήρησή» της μέσα σε ορισμένο πλαίσιο, ώστε να παραμένει εφεδρική δύναμη τρομοκράτησης και πίεσης στο αριστερό και δημοκρατικό κίνημα. Η ανάπτυξη της αντίστασης του λαού στην πολιτική που τον καταδικάζει στη φτώχεια, την πείνα και την ανεργία δεν μπορεί να διεξαχθεί χωρίς ταυτόχρονη πάλη κατά της πολιτικής της κρατικής τρομοκρατίας, του κυβερνητικού εκφοβισμού, του αντικομμουνισμού και της φασιστικής απειλής. Χωρίς την υπεράσπιση των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων στην απεργία, στη συγκέντρωση και διαδήλωση, των δικαιωμάτων να μην μπαίνουν περιορισμοί και απαγορεύσεις στη δημοκρατική και αριστερή πολιτική έκφραση και στην ελεύθερη πολιτική δράση. Χωρίς την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των προσφύγων και των μεταναστών, του δικαιώματος σε εκδηλώσεις αλληλεγγύης στα θύματα των ιμπεριαλιστικών πολέμων και όσων διώκονται ή απελαύνονται για τις δημοκρατικές πολιτικές ιδέες τους και τον πολιτικό αγώνα τους. Χωρίς τη μαζική πάλη του δημοκρατικού κόσμου και του λαού ενάντια στις φασιστικές δυνάμεις. Για την πολιτική απομόνωση της Χρυσής Αυγής η οποία δεν μπορεί να γίνει με τη λογική των «δυναμικών συγκρούσεων» με τις ομάδες της, που δίνουν λαβή για να αναπαράγεται η θεωρία των «δύο άκρων» και διευκολύνουν τις κυβερνήσεις να ασκούν αστυνομική τρομοκρατία, αλλά πρέπει να γίνει με το ξεσκέπασμα της φασιστικής προπαγάνδας, με την αποκάλυψη του αντιδραστικού χαρακτήρα της πολιτικής και των κάλπικων «αντιμνημονιακών» και «εθνικοανεξαρτησιακών» συνθημάτων της, με την ενεργοποίηση του μαζικού κινήματος για την καταγγελία της δολοφονικής παραστρατιωτικής δράσης των ταγμάτων εφό­δων της, με την επαγρύπνηση και περιφρού­ρηση του κινήματος και των λαϊκών αγώνων από φασιστικές επιρροές, επιθέσεις και προβοκάτσιες.


Για την αγωνιστική ανασυγκρότηση και τον πραγματικά αριστερό πολιτικό αναπροσανατολισμό του μαζικού κινήματος των εργαζομένων


31. Η πείρα των έξι χρόνων πάλης κατά της πολιτικής των μνημονίων και ιδιαίτερα η διαπίστωση πως και με την εκλογική αλλαγή που έφερε στην κυβέρνηση τον ΣΥΡΙΖΑ αυτή η πολιτική συνεχίστηκε, ήλθε να επιβεβαιώσει ξανά τη δοκιμασμένη αλήθεια του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος πως η υπεράσπιση των καταχτήσεων και των δικαιωμάτων, πολύ περισσότερο η προώθηση των διεκδικήσεων, των μεγάλων πολιτικών αιτημάτων της εργατικής τάξης και του λαού, για να πραγματοποιηθεί χρειάζεται -και μόνο εκεί μπορεί να στηριχθεί- ένα ισχυρό και όσο το δυνατόν πιο οργανωμένο μαζικό εξωκοινοβουλευτικό εργατικό και λαϊκό κίνημα, που να βαδίζει σε πραγματικά αριστερή πολιτική κατεύθυνση. Πως η εξασθένηση αυτού του κινήματος με εκλογικές αυταπάτες, με την καλλιέργεια προσδοκιών ότι με την ψήφο και μέσα από τις αίθουσες του αστικού κοινοβουλίου μπορεί να προκύψει απόκρουση και ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής, «σκίσιμο των μνημονίων», οδηγεί σε αδιέξοδο και απογοητεύσεις. Η δραματική επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων το 2010-2012 ξεσήκωσε σημαντικούς μαζικούς αγώνες και απεργιακές κινητοποιήσεις, από τις μεγαλύτερες της μεταπολιτευτικής περιόδου. Οι αγώνες αυτοί, που έφθειραν τα δύο κυρίαρχα κόμματα της μεγαλοαστικής τάξης και προκάλεσαν κρίση στο αστικό πολιτικό σύστημα, δεν είχαν συνέχεια, όταν από τα τέλη του 2011, με ευθύνη και των ηγεσιών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, προβλήθηκε η προσφυγή στις εκλογές ως διέξοδος για να αντιμετωπιστεί η επελαύνουσα οικονομική και κοινωνική καταστροφή μετά το πρώτο μνημόνιο. Η διαδικασία αυτή εντάθηκε ιδιαίτερα μετά τις εκλογές του 2012. Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στη θέση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε σαν συνέπεια, με το σύνθημα που έριξε η ηγεσία του για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» που θα έβγαινε από τις εκλογές και θα «καταργούσε τα μνημόνια με ένα νόμο», να τροφοδοτήσει την αυταπάτη ότι μέσα από έναν τέτοιο δρόμο θα έβγαινε από τη θηλιά τής αβάσταχτης μνημονιακής πολιτικής. Η αυταπάτη αυτή, καθώς διασκορπιζόταν σ’ ένα κοινωνικό σώμα που το έκαναν τρωτό οι ρεφορμιστικές ιδέες, που επί χρόνια σπέρνουν οι κυρίαρχες αστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις στο μαζικό κίνημα, επηρέασε σοβαρά το συνδικαλιστικό κίνημα και είχε σαν αντίχτυπο την υποχώρηση των εξωκοινοβουλευτικών μαζικών αγώνων. Για μια ακόμα φορά έγινε φανερό πως χωρίς το ξεκαθάρισμα του μαζικού κινήματος από την επίδραση και τις αντιλήψεις που έχουν καλλιεργήσει και καλλιεργούν οι αστικές και ρεφορμιστικές πολιτικές, χωρίς την αγωνιστική ανασυγκρότησή του και τη σύνδεση της πάλης του με έναν πραγματικά αριστερό πολιτικό προσανατολισμό, ο αγώνας κατά της αντιλαϊκής πολιτικής, για την προώθηση των εργατικών και λαϊκών αιτημάτων, θα παραμένει αδύναμος, ασταθής και αναποτελεσματικός και οι προσδοκίες θα διαψεύδονται. Στην περίοδο που ανοίγεται μπροστά μας αυτό το συμπέρασμα πρέπει να εξακολουθήσει να κατευθύνει όλη την πολιτική και συνδικαλιστική πάλη των δυνάμεων του Μ-Λ ΚΚΕ. Πρέπει να ενισχύσουμε την προσπάθεια αντίκρουσης των ιδεολογημάτων και των τεχνασμάτων με τα οποία κυβέρνηση και αστική αντιπολίτευση στηρίζουν τη μνημονιακή πολιτική. Να εξουδετερώσουμε όλες τις απατηλές ιδέες που πλάσαρε και επαναλαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί «να αλλάξει» ο χαρακτήρας της ΕΕ, να υπάρξει φιλολαϊκή διέξοδος μέσα στα πλαίσια της ΕΕ και «εξεύρεση κοινής λύσης με τους εταίρους», μέσα από «σκληρή διαπραγμάτευση» με το «κουαρτέτο» των ιμπεριαλιστών για τα μνημόνια. Ότι δήθεν μπορεί να αντιρροπισθούν ή να μετριασθούν οι ολέθριες συνέπειες του τρίτου μνημονίου με «παράλληλα προγράμματα», με «ισοδύναμα μέτρα» και με «ταξικά μεροληπτική» εφαρμογή των προαπαιτούμενών του. Ότι μέσα από τη διαχείριση της μνημονιακής πολιτικής μπορεί να επέλθει «ανάπτυξη» που θα ωφελήσει το λαό. Πρέπει να κλείσουμε το δρόμο στις δυνάμεις της Δεξιάς που, κάτω από τη νέα ηγεσία του Κυρ. Μητσοτάκη, πατώντας πάνω στο έδαφος του μνημονιακού διασυρμού του ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρούν και με έντονες παρεμβάσεις τους σε λαϊκές κινητοποιήσεις, όπως αυτές του Γενάρη του 2016 για το αντιασφαλιστικό σχέδιο της κυβέρνησης, να ανακτήσουν επιρροή στον λαϊκό παράγοντα και να του προβάλουν ως «αναγκαιότητα» την επιθετική εφαρμογή των σκληρών αντιλαϊκών «μεταρρυθμίσεων» των μνημονίων. Πρέπει να επιμείνουμε στην προσπάθεια αποδυνάμωσης της αστικής και ρεφορμιστικής επίδρασης στο κίνημα των εργαζομένων και της νεολαίας. Η πολεμική κατά της πολιτικής του συμβιβασμού και της υποταγής του συνδικαλιστικού κινήματος, κατά του κυβερνητικού συνδικαλισμού είναι μονόδρομος για την ανάκαμψη και την ενίσχυση της πάλης του εργατοϋπαλληλικού κινήματος. Αυτή η πολεμική μας στρέφεται ενάντια στη γραμμή των ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ, ενάντια στη γραμμή της συνδικαλιστικής παράταξης του ΣΥΡΙΖΑ. Έχει στην αιχμή της τις συμβιβασμένες-υποταγμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες, που έφτασαν μέχρι το προκλητικό σημείο η διοίκηση της ΓΣΕΕ, με αφορμή το δημοψήφισμα το καλοκαίρι του 2015, να βγάζει ανακοίνωση υπέρ της «ευρωπαϊκής πορείας» της Ελλάδας, του «κοινού νομίσματος και της ομόσπονδης ΕΕ» και να αποκαλεί «άφρονες επιλογές ακραίων» όσους αντιτίθενται στο «ναι» στην ΕΕ. Οι ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ, τώρα που έγινε κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, εμφανίζονται με καταγγελτικό λόγο κατά του τρίτου μνημονίου. Η αντιμνημονιακή καταγγελία, ωστόσο, από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις που έβαλαν γερά πλάτη στην πολιτική των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, από τις συνδικαλιστικές παρατάξεις των κομμάτων που ψήφισαν από κοινού με την κυβέρνηση το τρίτο μνημόνιο είναι κάλπικη και υπακούει, κυρίως, σε αντιπολιτευτικές σκοπιμότητες των κομμάτων τους. Αυτό το αποδεικνύει και ο τρόπος με τον οποίο στέκονται απέναντι στους αγώνες των εργαζομένων, στην κήρυξη και στην οργάνωση πανεργατοϋπαλληλικών κινητοποιήσεων και αυτή την περίοδο. Η συνδικαλιστική παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ, με το όνομα ΜΕΤΑ, αφού για ένα διάστημα απορρόφησε και συνεταιρίστηκε με κομμάτια της ΠΑΣΚΕ, στη συνέχεια κάτω από το βάρος της πλήρους προσχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό στρατόπεδο διασπάσθηκε. Η αποδυνάμωσή της δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι το στήριγμα της πολιτικής της συγκυβέρνησης και ανήκει, μαζί με την ΠΑΣΚΕ και τη ΔΑΚΕ, στο φιλομνημονιακό μέτωπο που δρα στα συνδικαλιστικά όργανα. Στο τμήμα του ΜΕΤΑ που εντάχθηκε στην πολιτική της ΛΑΕ, η κριτική μας πρέπει να συνεχισθεί καθώς αυτό αν και αποσπάσθηκε από το κυβερνητικό κόμμα εξακολουθεί να αναπαράγει μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα μια «αριστερή» εκδοχή της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Η αντιπαράθεση στη γραμμή που προβάλλει το ΚΚΕ στο μαζικό κίνημα, της απαξίωσης, ουσιαστικά, του αντιμνημονιακού αγώνα με τη θέση ότι το «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» είναι ένα «ψεύτικο δίλημμα», της διαγραφής από τον αγώνα των εργαζομένων του αιτήματος ενάντια στην ιμπεριαλιστική εξάρτηση, της τακτικής του ξεχωριστού συλλαλητηρίου του ΠΑΜΕ, της περιχαρακωμένης συγκέντρωσης μόνο με συνδικάτα που ελέγχει, της διάσπασης των διαδηλώσεων των εργαζομένων, παραμένει βασικός όρος για να ξεφύγει το εργατοϋπαλληλικό συνδικαλιστικό κίνημα από μια κατεύθυνση και πρακτικές που το αποδυναμώνουν και οδηγούν σε απομόνωση ένα αγωνιστικό δυναμικό του. Χρειάζεται να επιμείνουμε στην κριτική μας στη γραμμή που έχει προβάλει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο μαζικό κίνημα, στη γραμμή του «αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος» και των «ανεξάρτητων κέντρων αγώνα» στο συνδικαλιστικό κίνημα. Το ρεφορμιστικό περιεχόμενο του «μεταβατικού προγράμματος», και τα συνθήματα που απέρρεαν από αυτό, όπως «κάτω η κυβέρνηση», «να πέσει η κυβέρνηση από τα αριστερά και από τα κάτω», έσπρωξαν ένα δυναμικό αριστερών αγωνιστών στην ουρά της γραμμής του «κινήματος πολιτικής ανατροπής» που πρόβαλλε, πριν το 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ στο μαζικό κίνημα, το έσυρε μέχρι και τη συμμετοχή στα φιλοκυβερνητικά συλλαλητήρια στήριξης της διαπραγμάτευσης του Αλ.Τσίπρα, τους πρώτους μήνες διακυβέρνησης. Τα «ανεξάρτητα κέντρα αγώνα», όπως δείχνει και η πρακτική έκφρασή τους, ο «συντονισμός» πρωτοβάθμιων σωματείων που ελέγχονται από τις συνδικαλιστικές δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο οποίος φτιάχτηκε, διαλύθηκε και τώρα ξαναστήθηκε, δείχνει μια προσπάθεια να βρεθούν απαντήσεις για το ξεπέρασμα των προβλημάτων του συνδικαλιστικού κινήματος σε μια κατεύθυνση που μιμείται τη λογική του ΠΑΜΕ. Οι μαζικοποιημένες κινητοποιήσεις ενάντια στο αντιασφαλιστικό σχέδιο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ύστερα από μια περίπου τριετή κάμψη τους, αποτελούν ένδειξη πως, μπροστά στην κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής, οι αυταπάτες που καλλιεργήθηκαν την προηγούμενη περίοδο για το τι θα έκανε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εξασθενούν και αναζωογονούνται οι αγωνιστικές αντιστάσεις των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων. Είναι αναγκαίο να εντείνουμε την προσπάθεια αυτές να σταθεροποιηθούν, να δυναμώσουν περισσότερο και να έχουν συνέχεια ώστε να δημιουργήσουν ένα ισχυρό τείχος ανακοπής της μνημονιακής επίθεσης. Όπως έδειξε και η πείρα των χρόνων των μνημονίων, για την αποτελεσματικότητα της εργατικής πάλης, μορφές αγώνα που μπορούν να θέσουν σε κίνηση πανελλαδικά τους εργαζόμενους, να βγάλουν στο δρόμο μεγάλες μάζες εργαζομένων (μέσα από την κήρυξη απεργιακών και άλλων κινητοποιήσεων από τις ΓΣEE, AΔEΔY, τις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις) έχουν ιδιαίτερο βάρος. Από την άποψη αυτή το δυνάμωμα της πίεσης της αγωνιστικής βάσης του συνδικαλιστικού κινήματος προς μια τέτοια κατεύθυνση πρέπει να δυναμώσει. Aυτό δε σημαίνει ότι ο εργατικός αγώνας θα εξαρτηθεί αποκλειστικά από το τι θα πράξουν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες. Aντίθετα, πρωτοβουλίες μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, όπως είναι συνεργασίες συνδικάτων που στηρίζονται σε αποφάσεις που παίρνονται και υλοποιούνται με τη μαζική συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα και δεν είναι «μέτωπα» ή «συντονισμοί»-σφραγίδες, θα πρέπει να είναι μια παράλληλη προσπάθεια με στόχο να ξεπερνιέται το μπλοκάρισμα του αγώνα των εργαζομένων από τις συμβιβασμένες-υποταγμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες και την όσο δυνατόν πιο μαζική κινητοποίηση εργαζομένων. Η δράση των δυνάμεων του Μ-Λ ΚΚΕ και της ΕΡΓΑΣ οφείλει να συμβάλει στην υλοποίηση
των παραπάνω με τον καλύτερο τρόπο. Δουλεύουμε στο μαζικό κίνημα των εργαζομένων για την ενίσχυση της ενεργητικής παρουσίας μας και των ερεισμάτων μας μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, την εξάλειψη του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, το δυνάμωμα της δημοκρατικής λειτουργίας των συνδικάτων, τη διεύρυνση της συμμετοχής των εργαζομένων σ’ αυτά και στη συνδικαλιστική οργάνωση των μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης, εργαζομένων, ανέργων και συνταξιούχων, που είναι συνδικαλιστικά ακάλυπτα, την αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων μέσα στα συνδικάτα υπέρ της αγωνιστικής ταξικής γραμμής και της πραγματικά αριστερής πολιτικής κατεύθυνσης. Άξονας της πάλης μας είναι να αναπτυχθούν οι αγώνες του μαζικού κινήματος της εργατικής τάξης και του λαού μας για την απόκρουση και την κατάργηση των παλιών και νέων μνημονίων, τη διεκδίκηση, την επανακατάκτηση και τη διεύρυνση εργατικών και λαϊκών δικαιωμάτων, με κατεύθυνση την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής που επιβάλλουν οι κυβερνήσεις και τα κόμματα της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, η ΕΕ και τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

 Για την ενίσχυση της πάλης του ελληνικού λαού για εθνική ανεξαρτησία και ενάντια στην πολιτική της εθνικής υποτέλειας

32. Με τα μνημόνια η χώρα μας μπήκε σε μια φάση όπου το ζήτημα ότι η Ελλάδα δεν είναι μια ανεξάρτητη χώρα αναδείχθηκε με εξαιρετική ένταση, κονιορτοποιώντας όλους τους ισχυρισμούς της «ισχυρής Ελλάδας που ανήκει στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ, στη ζώνη της ΟΝΕ», με τους οποίους οι κυβερνήσεις της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης παραμύθιαζαν τον ελληνικό λαό. Κάθε δανειακή σύμβαση και κάθε μνημόνιο σκληρών αντιλαϊκών μέτρων που υπαγόρευσαν η ΕΕ και το ΔΝΤ και υπόγραψαν οι εγχώριες κυβερνήσεις από το 2010 έκανε φανερό πως, με μοχλό το χρέος, η Ελλάδα περνούσε σε ένα καθεστώς όλο και πιο ασφυκτικού διεθνούς οικονομικού έλεγχου. Τα μνημονιακά δεσμά βάθυναν το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησής της. Αυτό συνεχίστηκε και με το τρίτο μνημόνιο, όπου οι ωμοί ιμπεριαλιστικοί εκβιασμοί για Grexit και ο στραγγαλισμός της ελληνικής οικονομίας με τους κεφαλαιακούς ελέγχους που επέβαλε η τρόικα, μέσω της ΕΚΤ, η απαγόρευση στην κυβέρνηση να νομοθετεί χωρίς να παίρνει την άδεια του ιμπεριαλιστικού «κουαρτέτου» της, έδειξαν το βαθμό της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, σε τι έκταση έχει χάσει εθνικά κυριαρχικά δικαιώματά της. Στην πραγματικότητα με τα μνημόνια έχει αφαιρεθεί από τη χώρα μας το κυριαρχικό δικαίωμά της να ρυθμίζει τα της οικονομίας της, να χαράζει και να αποφασίζει για την εθνική οικονομική πολιτική της. Η απώλεια οικονομικής κυριαρχίας είναι και απώλεια πολιτικής κυριαρχίας, η οποία αν επί κυβερνήσεων Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά-Βενιζέλου πήρε μορφές ξένης επιτροπείας, που θύμισαν την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία των Αμερικανών γκαουλάιτερ, με την εγκατάσταση στην Αθήνα Γερμανών και Γάλλων τοποτηρητών μέσα σε υπουργεία και σε κυβερνητικούς μηχανισμούς, επί συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, συνεχίστηκε με την απαγόρευση της ΕΕ να προβαίνει η ελληνική κυβέρνηση σε «μονομερείς ενέργειες» και με την υποβολή της σε πυκνούς ελέγχους και «αξιολογήσεις» από εντεταλμένα κλιμάκια της ΕΕ και του ΔΝΤ που πηγαινοέρχονται στην Αθήνα. Η ελληνική κυβέρνηση και η ελληνική Βουλή δεν μπορούν να πάρουν πολιτικές αποφάσεις αν δεν δώσει πράσινο φώς η ιμπεριαλιστική τρόικα και ψηφίζουν, στην ουσία, μόνο νόμους που εγκρίνει αυτή. Η κηδεμονία της Ελλάδας από τα δυτικά ιμπεριαλιστικά κέντρα έχει για στήριγμά της την πολιτική υποτέλειας και ευθυγράμμισης στις ιμπεριαλιστικές απαιτήσεις, που ο ελληνικός λαός τη βιώνει χρόνια από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, από τις πολιτικές δυνάμεις που συγκρότησαν το μέτωπο του «ναι» στο ευρώ και στην ΕΕ στο περσινό δημοψήφισμα και τώρα από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αυτή την κηδεμονία υπογραμμίζουν η δέσμευσή της προς την ΕΕ ότι «θα απέχει από οποιαδήποτε κατάργηση μέτρων και μονομερείς αλλαγές στις πολιτικές και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις». Η υπογραφή της στο τρίτο μνημόνιο, με τον όρο - δέσμευση ότι η ελληνική κυβέρνηση «θα διαβουλεύεται και θα συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για όλες τις ενέργειες που αφορούν την επίτευξη των στόχων του Μνημονίου Συνεννόησης, πριν από την οριστικοποίηση και τη νομική έγκρισή τους». Η διεξαγωγή των «διαπραγματεύσεων» για το τρίτο μνημόνιο με σύμβουλο τις ΗΠΑ και το εγκώμιο «έκανες καλή δουλειά Αλέξη» του Ομπάμα. Η απρόσκοπτη συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και η συνέχιση παροχής διευκολύνσεων στις επεμβατικές και πολεμικές δραστηριότητες των ΗΠΑ και των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Καθώς ο ελληνικός λαός με τα μνημόνια ζει μαζί με τη φοβερή οικονομική καταστροφή του και την ταπεινωτική πραγματικότητα της ξενοκρατίας στον τόπο του, το αίτημα για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας προβάλλει με όλη την κομβική σημασία του και τον αγκαλιάζει και τον συγκινεί. Παρά το γεγονός αυτό, ο εθνικοανεξαρτησιακός αγώνας, που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, δεν εκδηλώνεται με τις διαστάσεις που αντιστοιχούν στη σημασία του και στην κατάσταση που έχει δημιουργήσει το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Η ευθύνη εδώ κομμάτων και οργανώσεων όπως το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι βασική. Η θέση που έχει διαμορφώσει το ΚΚΕ για την Ελλάδα ως χώρα που ανήκει στην «ιμπεριαλιστική πυραμίδα», που δεν βλέπει πουθενά σχέσεις ιμπεριαλιστικής εξάρτησης παρά μόνο «ανταγωνισμούς μονοπωλιακών ομίλων», το έχει οδηγήσει στην εγκατάλειψη του αιτήματος και του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία, στην εγκατάλειψη της καταγγελίας και της πάλης κατά της πολιτικής εθνικής υποτέλειας των κυβερνήσεων της ντόπιας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Με μια παρεμφερή θέση περί Ελλάδας που έχει «ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά» η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αφού παλινώδησε όταν ήλθαν τα μνημόνια προς τη θέση ότι η Ελλάδα είναι χώρα «υπό κατοχή», τώρα με μασημένα λόγια λέει ότι η Ελλάδα είναι «υπό επιτροπεία» και ότι υπάρχει ζήτημα πάλης κατά της «επιτροπείας», εξακολουθώντας και αυτή να απορρίπτει το αίτημα και την πάλη για εθνική ανεξαρτησία. Με αυτήν τη στάση αφήνεται ελεύθερο το πεδίο σε εθνικιστικές και φασιστικές δυνάμεις, όπως η Χρυσή Αυγή, να το καπηλεύονται, να το διαστρέφουν και να το χρησιμοποιούν για να χειραγωγήσουν τον ελληνικό λαό. Το αυθεντικό κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα οφείλει να σηκώσει το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας στο ύψος που πρέπει. Ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία είναι αξεχώριστος από τον αγώνα ενάντια στην πολιτική της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης που στηρίζει και στηρίζεται από το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας. Είναι αγώνας που επιδιώκει την έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, για να μπει τέρμα στο καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της κυριαρχίας της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης. Είναι, όμως, ταυτόχρονα, και αγώνας που συνδέεται άμεσα με την πάλη για τα σημερινά προβλήματα και τις συνθήκες ζωής του λαού μας, όπως πολύ καθαρά το βλέπει τώρα με τα μνημόνια που υπαγορεύουν η ΕΕ και το ΔΝΤ. Το Μ-Λ ΚΚΕ με την αυτοτελή δράση του αλλά και μέσα από τη ΛΑ-ΑΑΣ οφείλει να δώσει όλες τις δυνάμεις για την ισχυροποίησή του.

 Για το δυνάμωμα του αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος

33. Σε συνθήκες όπου η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού για ένατο χρόνο συνεχίζεται, το ιμπεριαλιστικό σύστημα γνωρίζει μια μεγάλη όξυνση των αντιθέσεών του που εκδηλώνεται με επεμβάσεις και καταχτητικούς πολέμους των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και την ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Η χώρα μας πληρώνει βαριά τις συνέπειες αυτής της κρίσης καθώς έχει γίνει θύμα μιας άγριας οικονομικής και πολιτικής επέμβασης των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που προωθείται με όχημα τα μνημόνια, στα πλαίσια των οποίων εκδηλώνεται και ο ανταγωνισμός των δύο ιμπεριαλιστικών πλευρών του Ατλαντικού με τις διαφωνίες ΕΕ και ΔΝΤ γύρω από το χειρισμό του «ελληνικού προβλήματος». Ωστόσο, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και επεμβάσεις έχουν πολύ καταστρεπτικότερες συνέπειες στη γειτονική περιοχή της Ελλάδας, από τη Λιβύη ως τη Συρία και την Ουκρανία. Η ιμπεριαλιστική πολεμική εκστρατεία στη Λιβύη που διάλυσε, ουσιαστικά, αυτήν τη χώρα, ο συνεχιζόμενος πόλεμος για την ανατροπή της κυβέρνησης του Άσαντ που ενορχηστρώθηκε από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τις άλλες δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η επέμβαση των Αμερικάνων και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών στην Ουκρανία, όπου στήριξε ακροδεξιές και φασιστικές δυνάμεις για να ανατρέψουν την ουκρανική κυβέρνηση και οδήγησε στο χωρισμό της χώρας και στο άνοιγμα ενός εσωτερικού μετώπου πολεμικής αντιπαράθεσης Ανατολικής και Δυτικής Ουκρανίας, έχουν δημιουργήσει ένα θερμό τόξο από τη Νότια και Ανατολική Μεσόγειο ως τη Μαύρη Θάλασσα. Το θερμό αυτό τόξο συμπληρώνεται από τις στρατιωτικές εισβολές και τους συνεχιζόμενους εποικισμούς του Ισραήλ στα Παλαιστινιακά εδάφη, από το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Αίγυπτο, από τους ανταγωνισμούς και τη στρατιωτική δράση περιφερειακών κρατών, όπως η Τουρκία, το Ιράν και η Σαουδική Αραβία που διεξάγει πόλεμο στην Υεμένη, από την εμφάνιση, την ένοπλη δράση και τις δολοφονικές επιθέσεις στο Παρίσι του αντιδραστικού μορφώματος του «Ισλαμικού κράτους»(ISIS). Η δυναμική αντίδραση της Ρωσίας στην Ουκρανία, η στρατιωτική επιχείρησή της στη Συρία, η κατάρριψη αεροπλάνου της από την Τουρκία έχουν κάνει πιο καυτή την πολεμική ατμόσφαιρα που σκεπάζει την περιοχή. Η μεγάλη συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων του αμερικανικού, ευρωπαϊκού και ρώσικου ιμπεριαλισμού, η στρα­τιωτική κινητοποίηση και τα πολεμικά μέτωπα που είναι ενεργά στη γεωγραφική γειτονιά της χώρας εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους. Το τεράστιο προσφυγικό και μεταναστευτικό κύμα που έχουν προκαλέσει οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και πόλεμοι, και έχει ξεχυθεί προς την Ευρώπη και το μεγάλο τμήμα του έρχεται προς την Ελλάδα, είναι ένα δραματικό αποτέλεσμα που δείχνει με όλες τις παρενέργειές του (παρέμβαση του ΝΑΤΟ, μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα μαζικής στρατοπέδευσης προσφύγων και μεταναστών, κατ’ επιταγή της ΕΕ κλπ.) πως η βάρβαρη ιμπεριαλιστική πολιτική απειλεί το λαό μας με νέα εκρηκτικά προβλήματα πέραν εκείνων που έχουν φέρει τα μνημόνια. Η ελληνική κυβέρνηση, δέσμια της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, προσανατολισμένη στο να παρέχει υποστήριξη και να διευκολύνει τα σχέδια των Αμερικάνων και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, θέτοντας τις βάσεις στο έδαφος της Ελλάδας και τους εναέριους και θαλάσσιους διαδρόμους της στη διάθεση των στρατιωτικών επιχειρήσεών τους, στήνοντας συμμαχίες με κυβερνήσεις, όπως του Ισραήλ και της Αιγύπτου, που αποτελούν ερείσματα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική, ακολουθεί απέναντι σ’ αυτές τις ανησυχητικές εξελίξεις μια πολιτική που εμπλέκει τη χώρα σε επιθετικά σχέδια σε βάρος γειτονικών κρατών και στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς που οξύνουν τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς στην περιοχή. Μια πολιτική που κάνει τη χώρα ευάλωτη στις απειλές αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, που αντιστρατεύεται στα φιλειρηνικά αισθήματα του λαού μας και στα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Η απόκρουση των κινδύνων που διαμορφώνει η επιθετική ιμπεριαλιστική πολιτική είναι υπόθεση του αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος. Παρά τις απανωτές επεμβάσεις και πολέμους που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, το αντιιμπεριαλιστικό-αντιπολεμικό κίνημα υστερεί σε ανάπτυξη και σ’ αυτό έπαιξε ρόλο τόσο η ιμπεριαλιστική προπαγάνδα που βρήκε έδαφος, αν και τα ψεύδη της σήμερα έχουν αποκαλυφθεί, όσο και η πολιτική των κομμάτων και των δυνάμεων που, κάτω από την πίεση της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας, επέλεξαν μια στάση «ίσων αποστάσεων» ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές επιθετιστές και στις κυβερνήσεις και κράτη θύματά τους. Η λαϊκή αντιιμπεριαλιστική - αντιπολεμική κινητοποίηση, η συμπαράσταση στους λαούς και τις χώρες που γίνονται στόχος της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας επιβάλλεται να ξαναδυναμώσουν και προς αυτή την κατεύθυνση το Μ-Λ ΚΚΕ, όπως και οι δυνάμεις της ΛΑ-ΑΑΣ πρέπει να συνεχίσουν να συμβάλλουν αποφασιστικά.

 Για την καταπολέμηση των αιτιών της μεγάλης προσφυγικής τραγωδίας και την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και μετανάστες

34. Από την αρχή της προσφυγικής κρίσης, η ΕΕ μεθοδικά χαράζει μια σκληρή κατασταλτική πολιτική, που ολοένα εντείνεται, με σαφή στόχο την απόκρουση προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Καθώς οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Συρία κλιμακώνονται, πόλεις σωριάζονται σε ερείπια, εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίζονται, παίρνοντας το δρόμο της προσφυγιάς, η στρατηγική του σκληρού πυρήνα της ΕΕ, που πρωτοστατεί στους βομ­βαρ­δι­σ­μούς, είναι σταθερά προσανατολισμένη στη βίαιη ανα­χαί­τισή τους. Μετά από αλλεπάλληλες Συνόδους για το Προσ­φυγικό, τείχη, συρματοπλέγματα, φράκτες υψώνονται στα σύνορα κάθε χώρας παρεμποδίζοντας τη διέλευση κατατρεγμένων προς τις χώρες του Βορρά. Στρατός, σιδηρόφρακτη καταστολή συνεπικουρούν το καθεστώς αποκλεισμού και βαρβαρότητας. Σειρά αντιμεταναστευτικών και αντιτρομοκρατικών νόμων ενεργοποιούνται σε όλες τις χώρες της ΕΕ, τσακίζοντας ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα, αξιοποιώντας το δίπτυχο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία – ασ­φάλεια», βάζοντας στο στόχαστρο πρόσφυγες και μετανάστες, πυροδοτώντας το κλίμα ξενοφοβίας, υποβοηθώντας τελικά τις ακροδεξιές αντιλήψεις και πρακτικές, τη φασιστική ρητορεία να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Η νομιμοποίηση και υλοποίηση από το αντιδραστικό ευρωπαϊκό μόρφωμα μιας ανθρωποκτόνας και εγκληματικής πολιτικής ενάντια στα προσφυγικά και μεταναστευτικά ρεύματα προϋποθέτει την ολόπλευρη σκλήρυνση της καταστολής. Η ΕΕ απέναντι στις οξυμμένες διαστάσεις που παίρνει το προσφυγικό προχωράει σε σφράγισμα εθνικών συνόρων και άνοιγμα στρατοπέδων συγκέντρωσης, ε­φι­αλτική διαλογή ανθρώπων σε κέντρα κράτησης με κριτήριο την ανηλεή εκμετάλλευσή τους στις καπιταλιστικές χώρες, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση ασύλου, θέτει ως προ­τεραιότητα τις μαζικές απελάσεις και τις βίαιες επιστροφές, ταυτόχρονα με τις θαλάσσιες αποκρούσεις που αυξάνουν κατακόρυφα τους πνιγμούς. Στη δίνη όλων αυτών των αντιδραστικών σχεδιασμών βρίσκεται η χώρα μας, κάτω από απειλές, εκβιασμούς και ασφυκτικές πιέσεις γίνεται η αιχμή του δόρατος για την εφαρμογή αυτής της απάνθρωπης πολιτικής. Εδώ θα λειτουργούν τα στρατόπεδα συγκέ­ντρωσης, τα κέντρα κράτησης και διαλογής. Εδώ θα εγ­κλωβίζονται οι χιλιάδες ξεριζωμένοι σε πανάθλιες συνθήκες διαβίωσης και θα στοιβάζονται περιμένοντας το ξεδιάλεγμά τους, γιατί έτσι προστάζουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες (Σένγκεν, Δουβλίνο 2), που διαχρονικά όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν αποδεχτεί. Κάτω από τις διαταγές των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών η Ελλάδα πρέπει να μετατραπεί σε μια απέραντη φυλακή, σε χώρα δεσμοφύλακα. Το Προσφυγικό αξιοποιείται για να προωθήσει επικίνδυνες εξελίξεις στην περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου, ως μοχλός πίεσης απέναντι στη χώρα μας για την παραίτηση από κυριαρχικά της δικαιώματα και την παράδοση των ελληνικών συνόρων, κυρίως τα θαλάσσια σύνορα στο Αιγαίο, σε ευρωστρατούς (ακτοφυλακή, συνοριοφυλακή) που θα περιφρουρούν μαζί με το ΝΑΤΟ, δηλαδή σαφή εμπλοκή των ΗΠΑ, βάζοντας πλέον επιτακτικά ζήτημα εθνικής κυριαρχίας. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο, κάτω από την ομπρέλα και την εμπλοκή των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων, πέρα από τις βίαιες απωθήσεις προσφύγων, διαμορφώνουν σταδιακά μια νέα κατάσταση που μόνο δεινά θα επιφέρει στο λαό μας. Με πρόσχημα τον έλεγχο των προσφυγικών ροών και τη φύλαξη των συνόρων, η Νατοϊκή στρατιωτικοποίηση του Αιγαίου εντείνεται, τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα καταλύονται, η συνδιαχείριση του Αιγαίου με την Τουρκία και η παγίωση γκρίζων ζωνών προετοιμάζεται πυρετωδώς. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ υποταγμένη, έρμαιο των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και των νεοαποικιακών μνημονίων που εφαρμόζει, στην υπηρεσία της ντόπιας ολιγαρχίας ευθυγραμμίζεται με τις απαιτήσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Εμφανίζει τη βάρβαρη διαχείριση του Προσφυγικού που επιβάλλει η ΕΕ ως μοναδική επιλογή και «εθνική» υποχρέωση. Έχοντας τη στήριξη όλου του ευρωπαιόδουλου τόξου της αντιπολίτευσης ανοίγει στρατόπεδα, κέντρα κράτησης, προωθεί απελάσεις, παραδίδει κυριαρχικά δικαιώματα. Οφείλουμε καταρχήν να καταγγείλουμε τα ιμπεριαλιστικά εγκλήματα, τις επεμβάσεις και τις εκστρατείες, τους κατακτητικούς πολέμους που εξαπέλυσαν και εξαπολύουν οι ιμπεριαλιστές ενάντια σε χώρες και λαούς που είναι η μήτρα των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών. Να αναδείξουμε τη σχέση τους με τις δολοφονικές μισθοφορικές ομάδες, όπως σήμερα το «Ισλαμικό Κράτος», που δεν «ξεφύτρωσαν» από το πουθενά, ούτε αποτελούν δήθεν κάποιο αντίπαλο δέος, αλλά πρόκειται για συμμορίες που οι ίδιοι οι ιμπεριαλιστές εξόπλισαν, χρηματοδότησαν και χρησιμοποίησαν προκειμένου να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους στη Μ. Ανατολή. Να γίνει σαφές ότι όλη αυτή η φρίκη και η θηριωδία είναι αποτέλεσμα του αχαλίνωτου επεκτατισμού των ιμπεριαλιστών για την καθυπόταξη χωρών, το άρπαγμα και έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών. Να αναδείξουμε τον βαθύ αντιδραστικό χαρακτήρα της ΕΕ που ξεκίνησε από ανθρωπιστικές και ψευδεπίγραφες κορώνες για προστασία των προσφύγων για να καταλήξει στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Άμεσο καθήκον είναι η πάλη ενάντια στην καταστολή και στο ευρωπαϊκό – φρούριο, ενάντια στα στρατόπεδα εγκλεισμού και στα κέντρα κράτησης στη χώρα μας. Η απαίτηση για ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, πρόσβαση σε στέγαση, σίτιση, περίθαλψη με κρατική μέριμνα και η υποστήριξη της ελεύθερης και απρόσκοπτης μετακίνησης των προσφύγων στις χώρες που επιθυμούν. Δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που εντοπίζουν το κύριο πρόβλημα του προσφυγικού-μεταναστευτικού στους φράκτες και στα τείχη στα σύνορα, και επικεντρώνουν τον αγώνα τους για την επίλυσή του στη διεκδίκηση «ανοικτά σύνορα», υποβαθμίζουν και συσκοτίζουν την κύρια αιτία του προσφυγικού-μεταναστευτικού που πρέπει να καταπολεμηθεί και σπέρνουν σύγχυση με μια συνθηματολογία που αδιαφορεί για κυριαρχικά δικαιώματα και φαίνεται να αγνοεί τις παρενέργειές του, που συνδέονται με τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις και την ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Το ΚΚΕ ξεκινώντας από απίθανες προτάσεις για απευθείας μεταφορά προσφύγων με αεροπλάνα στις χώρες προορισμού τους ως άμεσο αίτημα πάλης και καταλήγοντας, γενικώς και αορίστως, στην πάλη ενάντια στα μονοπώλια και στον ιμπεριαλισμό αποπροσανατολίζει και θολώνει το τοπίο δημιουργώντας, επίσης, συγχύσεις γύρω από τις αιτίες που δημιουργούν όλη αυτή την τραγωδία. Τα αιτήματα και οι πρακτικές των παραπάνω δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά υποτιμούν την αντιιμπεριαλιστική πάλη και τα αντιπολεμικά κινήματα, και γίνονται, τελικά, τροχοπέδη στην αφύπνιση των λαϊκών μαζών σε ποια κατεύθυνση πρέπει να οργανωθεί και να παλέψει το λαϊκό κίνημα. Η πραγματική αλληλεγγύη στους λαούς που δολοφονούνται και ξεριζώνονται περνάει μέσα από τη συγκρότηση ενός μαζικού και μαχητικού αντιπολεμικού - αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Η ανάπτυξή του μπορεί να θέσει τους όρους για να μπει φραγμός στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, στις αιτίες που γεννούν τα καραβάνια προσφύγων και μεταναστών. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να δουλέψουμε.

 Για την κοινή πάλη των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας ενάντια στην πολιτική των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των κυρίαρχων τάξεων στις δύο χώρες, που διαιωνίζουν την ένταση και τα προβλήματα στις ελληνοτουρκικές σχέσε

 35. Τα προβλήματα της Ελλάδας με την Τουρκία παραμένουν ανοικτά και κρατούν σε ένταση τις σχέσεις τους, που τροφοδοτείται και από ζητήματα που προκαλούν οι εξελίξεις στο Αιγαίο, στην Κύπρο και σε όλην τη γειτονική περιοχή των δύο χωρών. Υφαλοκρηπίδα, χωρικά ύδατα, εναέριος χώρος, αποστρατιωτικοποίηση ελληνικών νησιών στο Αιγαίο εξακολουθούν να αποτελούν το βασικό άλυτο πακέτο ελληνοτουρκικών διαφορών μέσα στο οποίο, τα τελευταία χρόνια, προστέθηκε, με την αναμόχλευση του ζητήματος της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, και ο καθορισμός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) της Ελλάδας, ενώ η αντιμετώπιση του μεγάλου προσφυγικού-μεταναστευτικού ρεύματος που διοχετεύεται από την Τουρκία προς τη Δύση, έχει γίνει αφορμή για νέες περιπλοκές στα θέματα που συνδέονται με τα κρατικά κυριαρχικά δικαιώματα και τις ελληνοτουρκικές διαφορές στο Αιγαίο. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διαμορφώνονται κάτω από την επίδραση δύο παραγόντων που παράγουν πολιτικές σε βάρος των δύο λαών και των εθνικών συμφερόντων των δύο χωρών, εμποδίζουν την εξομάλυνσή τους, δημιουργούν συνεχείς τριβές και οξύνσεις, και καθιστούν άλυτες τις διαφορές των δύο κρατών. Ο πρώτος και κύριος παράγοντας είναι οι επεμβάσεις και οι ανταγωνισμοί των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στα ελληνοτουρκικά ζητήματα που προσδιορίζονται από τις επιδιώξεις τους να ασκούν επιρροή και έλεγχο στις εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Τουρκία, εκμεταλλευόμενες τις διαφορές και τις αντιθέσεις των κυρίαρχων τάξεων των δύο χωρών και τις εξαρτήσεις που αυτές έχουν από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ο δεύτερος είναι οι αντιθέσεις ανάμεσα στις μεγαλοαστικές τάξεις της Τουρκίας και της Ελλάδας, που χαρακτηρίζονται από πνεύμα εθνικισμού και σοβινισμού και αντιμετωπίζουν τις διαφορές τους μέσα σε ένα πλαίσιο παρεμβάσεων και επιδιαιτησίας των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Οι πολιτικές αυτές έχουν προσλάβει, τα μεταπολιτευτικά χρόνια, από πλευράς των κυβερνήσεων της Τουρκίας τη μορφή ενεργειών που αμφισβητούν διαρκώς τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και ζητούν την επαναχάραξη των συνόρων στο Αιγαίο, με την ανακήρυξη «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, τη διατήρηση της απειλής πολέμου αν επεκταθούν τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας από 6 σε 12 μίλια, τη διεκδίκηση του περιορισμού της έκτασης του ελληνικού εναερίου χώρου από 10 σε 6 μίλια, τις μόνιμες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τούρκικα μαχητικά, τη μη τήρηση από τούρκικα πλοία των κανόνων αβλαβούς διέλευσης στα ελληνικά χωρικά ύδατα. Από πλευράς των κυβερνήσεων της Ελλάδας τη μορφή αποδοχής συμφωνιών που, ουσιαστικά, στέκονται υποχωρητικά και ενδοτικά απέναντι στις αξιώσεις και στους εκβιασμούς της Τουρκίας, αναγνωρίζοντας «νόμιμα ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντά» της στο Αιγαίο (συμφωνία της Μαδρίτης 1997) και «συνοριακές διαφορές» με την Τουρκία (συμφωνία του Ελσίνκι 1999), καθώς και τη μορφή της κατεύθυνσης της «συνεκμετάλλευσης» και της «συνδιαχείρισης» του υποθαλάσσιου πλούτου του Αιγαίου με την Τουρκία. Η εξέλιξη των σχέσεων Ελλάδας - Τουρκίας έχει επηρεαστεί από τις πορείες των δύο χωρών, τα τελευταία χρόνια. Η Ελλάδα μετά το βαρύ πλήγμα που της κατάφερε η οικονομική κρίση και τα μνημονιακά δεσμά που της πέρασε η ιμπεριαλιστική τρόικα έχει βρεθεί σε πιο δυσχερή θέση να αντιμετωπίσει τις πιέσεις της επεκτατικής πολιτικής της άρχουσας τάξης της Τουρκίας. Η Τουρκία με την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία πέρασε σε μια φάση αναβάθμισης της δύναμής της, την οποία αξιοποίησε και στην πολιτική των επεκτατικών βλέψεών της προς το Αιγαίο και των εκβιασμών της προς την Ελλάδα. Ωστόσο, τώρα βρίσκεται σε μια φάση αντιμετώπισης σοβαρών προβλημάτων, όπως η όξυνση του Κουρδικού ζητήματος, το μέτωπο που έχει ανοίξει με τη Συρία, η πίεση που δέχεται από τη Ρωσία μετά την κατάρριψη του βομβαρδιστικού της, η διαταραχή της σχέσης της με το Ιράν. Σε μια φάση αντίστροφη, αυτής των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» που επαγγέλθηκε, πριν μερικά χρόνια, το «δόγμα Νταβούτογλου» και αποτέλεσε το κάλυμμα μιας εξωτερικής πολιτικής άσκησης «νεοοθωμανικής» επιρροής και περιφερειακής δύναμης. Οι ελληνικές κυβερνήσεις και η ντόπια μεγαλοαστική τάξη, υπό το βάρος της εξασθένισης που προκάλεσαν στην Ελλάδα τα μνημόνια και τις επιπτώσεις που έχει στις σχέσεις τους με την κυρίαρχη τάξη της Τουρκίας, έστρεψαν την εξωτερική πολιτική στην κατεύθυνση της στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ, της συγκρότησης «τριγωνικών σχέσεων» Ελλάδας – Ισραήλ - Κύπρου και Ελλάδας - Αιγύπτου - Κύπρου. Της σύναψης, δηλαδή, συμμαχιών με κράτη της περιοχής που έχουν αντιπαλότητα με την Τουρκία. Οι τοπικοί «άξονες» με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, εκτός του ότι σηματοδοτούν τη συμπαράταξη με κυβερνήσεις-στηρίγματα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής στη Νοτιανατολική Μεσόγειο, εκτός του ότι συντάσσουν την Ελλάδα με το φιλοπόλεμο κράτος του Ισραήλ και τη φέρνουν απέναντι στον Παλαιστινιακό και τους άλλους Αραβικούς λαούς, προσθέτουν ένα ακόμα πρόβλημα που οξύνει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Σοβαρή επίδραση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και στο ζήτημα των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο ασκεί το προσφυγικό-μεταναστευτικό ρεύμα. Τόσο γιατί η αντιμετώπισή του από την Τουρκία λειτουργεί σαν μέσο πίεσης προς την Ελλάδα και ως ένας νέος τρόπος για να αμφισβητήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας στο Αιγαίο. Όσο και γιατί η χρησιμοποίησή του από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για την αποστολή του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, είναι μια πολύ ανησυχητική εξέλιξη που θέτει το θέμα τής -υπό ΝΑΤΟϊκή εποπτεία- συνδιαχείρισης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων στο Αιγαίο και, ταυτόχρονα, εγκυμονεί τον κίνδυνο της όξυνσης της έντασης στο Αιγαίο από την παρουσία των ΝΑΤΟϊκών στρατιωτικών δυνάμεων, σε ένα σημείο που γειτνιάζει με το φλεγόμενο μέτωπο της Συρίας και της Μέσης Ανατολής, και βρίσκεται στο διάδρομο περάσματος του ρώσικου στόλου, που συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα με τη Μεσόγειο. Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν μετέβαλε την ακολουθούμενη εξωτερική πολιτική στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δείχνοντας «πολιτικό ρεαλισμό», όπως επισημαίνουν και κυρίαρχοι αστικοί κύκλοι, διακηρύσσοντας ότι είναι «υπέρ της Ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας», με τον υπουργό Εξωτερικών να καυχιέται ότι υπήρξε «ο άνθρωπος που επεξεργάστηκε τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία τη δεκαετία του ’90» και ότι «θεωρεί τον εαυτό του από τους αρχιτέκτονες της συμφωνίας του Ελσίνκι», συνεχίζοντας τη στρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ βαδίζει στον ίδιο, ουσιαστικά, δρόμο χειρισμού των ελληνοτουρκικών σχέσεων που παρέλαβε από τους προκατόχους της. Ο δρόμος αυτός, ωστόσο, καθώς χαράζεται πάνω στο έδαφος που καθορίζουν οι ιμπεριαλιστικές παρεμβάσεις και ανταγωνισμοί, οι δεσμεύσεις απέναντι στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, η ΝΑΤΟϊκή επιδιαιτησία, οι πολιτικές των ιμπεριαλιστικών εξαρτήσεων και του σοβινισμού, τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των κυρίαρχων μεγαλοαστικών τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας, οι διεκδικήσεις αλλαγής των συνόρων και η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, θα παραμένει αδιέξοδος. Μόνο ο κοινός αντιιμπεριαλιστικός αγώνας των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας, η κοινή πάλη τους ενάντια στην πολιτική των κυρίαρχων τάξεων των δυο χωρών, ενάντια στην εθνική υποτέλεια και τους εθνικισμούς είναι σε θέση να οδηγήσει σε μια φιλειρηνική και σταθερή επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων.

 Για τον αγώνα ενάντια στα ιμπεριαλιστικά - αντιδραστικά - διχοτομικά σχέδια για την Κύπρο
  
36. Σαράντα δύο χρόνια από την τουρκική εισβολή και την κατοχή του 37% της Κυπριακής μεγαλονήσου, το Κυπριακό πρόβλημα εξακολουθεί να περιμένει τη λύση του. Ο μεγάλος χρόνος που παραμένει άλυτο χρησιμοποιείται, σήμερα, ξανά σαν μέσο εκβιασμού για την αποδοχή μιας διχοτομικής «επίλυσής» του, όπως μαρτυρεί και η πρόσφατη δήλωση στο Νταβός του επικεφαλής της τουρκοκυπριακής κοινότητας, Μ. Ακιντζί, πως είναι «η τελευταία ευκαιρία για επανένωση», αλλιώς «θα αναζητηθούν άλλες επιλογές». Η πολιτική της Τουρκίας που αποτυπώνεται, τα τελευταία χρόνια, σε νέες προκλητικές δηλώσεις του Ερντογάν ότι «η Νότιος Κύπρος δεν έχει εξουσία στη Βόρεια Κύπρο», του τούρκικου υπουργείου Εξωτερικών ότι «η ψευδαίσθηση της Λευκωσίας πως είναι ο μόνος κάτοχος του νησιού είναι μια επικίνδυνη έκφανση», η ανάμιξη των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της ΕΕ με διχοτομικές προτάσεις στην κυπριακή υπόθεση, η αναβαθμισμένη παρουσίαση από τον ΟΗΕ, στο Νταβός, του επικεφαλής της τουρκοκυπριακής κοινότητας ως «προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου», δείχνουν σε ποια κατεύθυνση ξανασπρώχνεται η εξεύρεση λύσης από εκείνους που δημιούργησαν και διαιωνίζουν το Κυπριακό πρόβλημα. Οι πολιτικές των κυβερνήσεων της Κύπρου και της Ελλάδας, συμβιβαστικές απέναντι στους εκβιασμούς και τις απειλές της Τουρκίας και προσανατολισμένες σε κινήσεις και χειρισμούς εξαρτημένες από την ιμπεριαλιστική διπλωματία, οδηγούν σε εγκλωβισμό της Κύπρου στα διχοτομικά σχέδια. Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, που προβλήθηκε σαν μέγιστη επιτυχία από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου, που θα ενίσχυε τη θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την προσπάθεια επανένωσής της, όχι μόνο δεν έφερε λύση στο Κυπριακό αλλά κατάφερε στην Κύπρο, το 2013, το ισχυρό πλήγμα του μνημονίου. Το βαρύ αυτό χτύπημα και η αποδυνάμωση της θέσης της Ελλάδας τα χρόνια των μνημονίων, δημιούργησαν πρόσθετες δυσκολίες που ωθούν τις κυρίαρχες τάξεις και πολιτικές δυνάμεις σε Κύπρο και Ελλάδα σε πιο ενδοτική στάση στο Kυπριακό πρόβλημα. Η διπλωματία της Κύπρου, που ξεκίνησε από την κυβέρνηση ΑΚΕΛ και συνεχίζεται με την κυβέρνηση Αναστασιάδη, να φτιάξει συνεργασίες με το Ισραήλ και με την Αίγυπτο, ως «αντίβαρο» στην τουρκική πίεση, δεν αποτρέπει την πίεση για διχοτομική λύση. Ανοίγει μόνο τις πόρτες χρησιμοποίησης και εκμετάλλευσης της ΑΟΖ της στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ, την κάνει σημείο οξύτερης αντιπαράθεσης των ιμπεριαλιστικών και περιφερειακών δυνάμεων στην περιοχή της, τη δένει τελικά, με την ίδια την πολιτική των ΗΠΑ, που υπήρξε και είναι βασικός υπεύθυνος για την κυπριακή τραγωδία. Η πολιτική της κυβέρνησης του Ν. Αναστασιάδη, που το κόμμα του υποστήριξε το «ναι» στο σχέδιο Ανάν, κινείται στις ράγες μιας διχοτομικής λύσης, το περίγραμμα της οποίας έχει δώσει το κοινό ανακοινωθέν του Ν. Αναστασιάδη με τον πρώην επικεφαλής της τουρκοκυπριακής κοινότητας, Ντ. Έρογλου, το 2014, για μια «Ενωμένη Κύπρο εντός της ΕΕ», που θα είναι «δικοινοτική - διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα» και απαρτιζόμενη από δύο «συνιστώντα κράτη». Οι δηλώσεις Ερντογάν στα κατεχόμενα εδάφη της Κύπρου, μόλις εκλέχτηκε ο σημερινός επικεφαλής της τουρκοκυπριακής κοινότητας, το 2015, ότι «η ομοσπονδιακή Κύπρος θα πρέπει να αποτελείται από δύο ίσα ιδρυτικά κράτη», δείχνουν ποια «λύση» επιδιώκει η Άγκυρα. Οι πιέσεις της για να την επιτύχει, μετά και την ανακάλυψη ενεργειακών αποθεμάτων στην ΑΟΖ της Κύπρου όπου διεκδικεί «συνεκμετάλλευση», έχουν ενταθεί και ευνοούνται από το διχοτομικό πλαίσιο «επίλυσης» του Κυπριακού που προωθούν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, σύμφωνα με τις δικές τους βλέψεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, που συνδέονται με τον έλεγχό της, την εκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων της, με τη χρησιμοποίηση της Κύπρου ως «πλατφόρμας» για τις επιχειρήσεις και τα σχέδιά τους στη Μέση Ανατολή. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διατηρεί στην εξωτερική πολιτική της τον βασικό άξονα αντιμετώπισης του Κυπριακού προβλήματος που ακολουθούσαν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Οι λίγες αναφορές της στο ότι «δεν χρειάζονται εγγυήτριες δυνάμεις» εμφανίζονται δειλές και με το ερώτημα αν εννοεί κατάργηση ή την αλλαγή της μορφής των ξένων «εγγυήσεων». Ο λαός της Κύπρου και δίπλα του οι λαοί της Ελλάδας και της Τουρκίας καλούνται να αντιταχθούν στο διχοτομικό σχέδιο της λύσης των «δύο ίσων ιδρυτικών κρατών» ή «συνιστώντων κρατών». Η λύση του Κυπριακού προβλήματος, η λύση που εξυπηρετεί τα συμφέροντα του λαού της, Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων και των μικρών μειονοτήτων της, την ειρηνική συμβίωση στο νησί και ευρύτερα των λαών της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας, θα βρεθεί μόνο με μια πολιτική που θα το αντιμετωπίσει ως πρόβλημα απαλλαγής μιας ανεξάρτητης χώρας, της Κύπρου, από την τουρκική κατοχή. Ως πρόβλημα απαλλαγής του Κυπριακού ζητήματος από τις επεμβάσεις και τις αναμίξεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ως πρόβλημα πάλης κατά της πολιτικής της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και του εθνικισμού, του συμβιβασμού με τα «τετελεσμένα». Χρειάζεται να αναπτυχτεί ο κοινός αγώνας των λαών της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας: Για να φύγουν από την Kύπρο τα τούρκικα κατοχικά στρατεύματα, οι βάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και οι ελλαδίτικες στρατιωτικές δυνάμεις. Για να διαλυθεί το τούρκικο ψευδοκράτος, να σταματήσει ο εποικισμός της Κύπρου, να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στα σπίτια τους και να εξαλειφθούν οι συνέπειες της τούρκικης κατοχής. Για να αποτραπεί κάθε διχοτομική λύση, με όποια μορφή και αν παρουσιάζεται και να ανατραπεί η πολιτική της συνθηκολόγησης. Για να καταργηθεί το καθεστώς των «εγγυητριών» δυνάμεων που νομιμοποιεί τις ξένες επεμβάσεις στην Kύπρο και να αφεθούν οι Kύπριοι, Έλληνες και Tούρκοι, να λύσουν μόνοι τα προβλήματά τους και να εξασφαλίσουν ειρηνική, ισότιμη και αρμονική συμβίωση. Για να γίνει η Kύπρος πραγματικά ελεύθερη, ανεξάρτητη, ­ενιαία, κυρίαρχη χώρα.