Πανεργατική μάχη για να μην περάσει το αντεργατικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης
Δεν είναι τυχαίο ότι από τα φιλοκυβερνητικά μέσα έχει προαναγγελθεί ως “σεισμός στην εργατική νομοθεσία”. Ο χαρακτηρισμός του ως “κορυφαία μεταρρύθμιση” δείχνει ότι αποτελεί ένα κομβικό μέτρο για την οικονομική πολιτική που έχουν βάλει σε εφαρμογή η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και η ντόπια μεγαλοαστική τάξη. Στενά, μάλιστα, συνδεδεμένο με την πολιτική που επιτάσσει και η ΕΕ, όπως αποδείχνει και το γεγονός ότι η ψήφιση του νομοσχεδίου εντάσσεται στην κατηγορία των “δεσμευτικών” μεταρρυθμίσεων που αναλαμβάνει να υλοποιήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, προκειμένου να πάρει έγκριση από την ΕΕ το λεγόμενο “Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας” που υποβάλλει στην ΕΕ για να λάβει χρηματοδότηση από το ευρωπαϊκό “Ταμείο Ανάκαμψης”, που συστάθηκε λόγω της πανδημίας.
Ενώ το νομοσχέδιο, από τα όσα έχουν γίνει μέχρι στιγμής γνωστά για το περιεχόμενό του, αποτελεί ένα πισωγύρισμα σε εκμεταλλευτικούς όρους εργασίας των εργαζομένων που ίσχυαν πολλές δεκαετίες πριν, η κυβέρνηση της ΝΔ επιχειρεί να το πλασάρει με μια εξωραϊστική φρασεολογία σαν κι αυτή του υπουργού Εργασίας Κ. Χατζηδάκη που, παραμονές της Εργατικής Πρωτομαγιάς δήλωσε, προκλητικότατα, πως “προτεραιότητα της κυβέρνησης είναι να δημιουργήσει ένα πλαίσιο ουσιαστικής προστασίας και διεύρυνσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων”!
Κι ενώ αυτά τα λόγια εκστομίζονται, θρασύτατα, την ίδια ώρα η κυβέρνηση ετοιμάζεται να νομοθετήσει το ξήλωμα του κατακτημένου “πλαισίου προστασίας” και των δικαιωμάτων των εργαζόμενων. Την ώρα που στέλνει στη Βουλή ένα νομοσχέδιο με διατάξεις που καταργούν τις συλλογικές συμβάσεις και καθιερώνουν στη θέση τους “ατομικές συμφωνίες” εργοδότη και μεμονωμένου εργαζόμενου, έτσι ώστε η διαπραγμάτευση του εργαζόμενου με την εργοδοσία να γίνει ακόμα πιο αδύναμη. Διατάξεις που τσακίζουν την 8ωρη ημερήσια εργασία και την πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία, για να επιβάλουν ένα εξαντλητικό και διαλυτικό για τον εργαζόμενο καθεστώς ασύδοτης ελαστικοποίησης της εργασίας και τηλεργασίας, απλήρωτων και κατά πολύ αυξημένων υπερωριών, εργασίας και τα Σαββατοκύριακα και εκτεταμένης κατάργησης της Κυριακάτικης αργίας. Διατάξεις παρεμπόδισης και αποδυνάμωσης των απεργιών (κήρυξη απεργίας με ηλεκτρονική ψηφοφορία, αυξημένο “προσωπικό ασφαλείας” κατά τη διάρκεια της απεργίας, απαγόρευση της περιφρούρησης της απεργίας από τους εργαζόμενους) και κρατικού ελέγχου της λειτουργίας των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, που θα χρησιμοποιηθούν για το “κλάδεμα” του εργατικού συνδικαλισμού και των εργατικών αγώνων.
***
Το αντεργατικό νομοσχέδιο, σε μεγάλο βαθμό, έρχεται να “κεφαλαιοποιήσει” αντεργατικά μέτρα που πέρασε η κυβέρνηση εδώ και ένα χρόνο (εκ περιτροπής απασχόληση, τηλεργασία κ.ά.) με πρόσχημα την πανδημία και κυρίως να τα συστηματοποιήσει και να τα μονιμοποιήσει με νόμο. Επιβεβαιώνει, από τη μια, πως τα αντεργατικά μέτρα εδώ και ένα χρόνο δεν ήταν για την κυβέρνηση κάτι προσωρινό και έκτακτο, όπως υποκριτικά έλεγε, αλλά μέρος του αντεργατικού προγράμματός της, που με την πανδημία βρήκε ένα βολικό “άλλοθι” να τα προχωρήσει. Και, από την άλλη, πως η κυβέρνηση της ΝΔ θα τα εφάρμοζε και χωρίς κανένα “άλλοθι”, γι’ αυτό και τώρα, που διατυμπανίζει “πως βγαίνει η χώρα από την κρίση και την περιπέτεια της πανδημίας”, σπεύδει να τα νομοθετήσει.
Στην πραγματικότητα, για την κυβέρνηση Μητσοτάκη το αντεργατικό νομοσχέδιο αποτελεί θεμέλιο λίθο για την οικονομική “ανάπτυξη” που επαγγέλλεται. Αποτελεί, όπως το δηλώνουν και εγχώριοι τραπεζίτες και μεγαλοκεφαλαιούχοι, μια “μεταρρύθμιση” για την οικονομική “ανάκαμψη”.
Όλα αυτά δεν φανερώνουν τίποτα άλλο παρά το ότι την “ανάπτυξη” και την “ανάκαμψή” τους η κυβέρνηση της ΝΔ και η ντόπια μεγαλοαστική τάξη θα τη στηρίξουν στο γκρέμισμα των εργασιακών και και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζόμενων. Η ομολογία τους αποκαλύπτει και το είδος της “ανάπτυξης” που επιδιώκουν: μια “έξοδο από την κρίση”, μια “ανάκαμψη” των κερδών και του πλούτου του ντόπιου και ξένου μεγάλου κεφαλαίου που θα πατήσει πάνω στη μεγαλύτερη εργασιακή εκμετάλλευση και την οικονομική καθήλωση των εργαζομένων. Και για να το επιτύχουν αυτό νομοθετούν και τον αφοπλισμό των εργαζομένων από τα μέσα αντίστασης (συνδικάτα, απεργία) που διαθέτουν για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους.
Η μονιμοποίηση σκληρών αντεργατικών και αντισυνδικαλιστικών μέτρων προωθείται όχι μόνο με την ψήφιση ενός νέου αντεργατικού νόμου αλλά και με την ενσωμάτωση αυτού στο πακέτο των “μεταρρυθμίσεων “ που προαπαιτούνται για να πάρει η Ελλάδα χρηματοδότηση από το ευρωπαϊκό “Ταμείο ανάκαμψης” της ΕΕ. Η εκταμίευση πόρων από αυτό το ταμείο προϋποθέτει δέσμευση της χώρας και συγκεκριμένες “μεταρρυθμίσεις”, ανάμεσα στις οποίες προεξάρχουσα θέση καταλαμβάνει και η αντεργατική “μεταρρύθμιση”. Στην ουσία, αυτή θα είναι ένα “προαπαιτούμενο” για τη λήψη χρηματοδότησης από το ευρωπαϊκό “Ταμείο ανάκαμψης” της ΕΕ. Θα λειτουργεί, δηλαδή, σαν τα προαπαιτούμενα και τους κόφτες των μνημονίων που ζήσαμε.
Το αξιοσημείωτο είναι πως προβλέπεται από τον Κανονισμό του ευρωπαϊκού ταμείου ότι, αν κάποια χώρα επιχειρήσει να καταργήσει μελλοντικά μια “μεταρρύθμιση” (νόμο) που αποτελούσε προαπαιτούμενο της χρηματοδότησης απο το ευρωπαϊκό “Ταμείο Ανάκαμψης”, τότε σύμφωνα με τον Κανονισμό υποχρεούται να επιστρέψει τα χρήματα που έλαβε! Αυτό το Κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ ενισχύει ακόμα περισσότερο τη μακροχρόνια μονιμοποίηση “μεταρρυθμίσεων” που έχουν νομοθετηθεί και -στη συγκεκριμένη περίπτωση- του αντεργατικού νόμου που θέλει να ψηφίσει η κυβέρνηση της ΝΔ.
***
Απέναντι στο νέο αντεργατικό νομοσχέδιο ο εξαφανισμένος από τις εργατικές κινητοποιήσεις ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε ξαφνικά να μιλά για “τη μάχη των μαχών” που πρέπει να δοθεί “απέναντι στην εργασιακή αντιμεταρρύθμιση” και, για να ψαρέψει στα νερά της εργατικής αναστάτωσης που φέρνει το αντεργατικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης της ΝΔ, να αρθρώνει ένα αντιπολιτευτικό λόγο που είναι, όμως, εντελώς κάλπικος τόσο για τη στάση που κρατά απέναντι στην κυβερνητική πολιτική δυο χρόνια τώρα αλλά και και γιατί όσο ήταν κυβέρνηση φρόντισε να στρώσει το δρόμο για τέτοιες αντεργατικές μεταρρυθμίσεις (περιορισμός απεργίας, εφαρμογή ευρωπαϊκής οδηγίας για την παραβίαση του εργασιακού ωραρίου).
Το αντεργατικό νομοσχέδιο, αν περάσει, θα έχει πολλαπλές δυσμενείς επιπτώσεις για τα εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων. Η ενημέρωση των εργαζόμενων γι’ αυτές και η συνειδητοποίηση της ανάγκης να υψωθεί ένα φράγμα πανεργατικών μαζικών αγώνων που θα εμποδίσει την ψήφισή του είναι τώρα εξαιρετικά αναγκαία και επιτακτική.
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες και οι οι κυρίαρχες συνδικαλιστικές δυνάμεις στο εργατικό κίνημα χρεώνονται -εδώ και ένα σχεδόν χρόνο που προετοιμάζεται αυτό το νομοσχέδιο- ότι έχουν αφήσει ανενημέρωτους τους εργαζόμενους και τους έχουν κρατήσει ανενεργούς απέναντι σε ένα πολύ βαρύ εργασιακό και συνδικαλιστικό χτύπημα που είναι έτοιμη να τους καταφέρει η κυβέρνηση. Αυτή η κατάσταση πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια να ξεπερασθεί ταχύτατα -κάτι που έπρεπε ήδη να έχει γίνει και να έχει σημάνει πανεργατικός συναγερμός- και οι εργαζόμενοι, τα σωματεία, οι ανώτερες συνδικαλιστικές οργανώσεις να ξεκινήσουν μαζικό αγώνα και να μην εγκλωβισθούν στην χωρίς αποτέλεσμα πρακτική μιας κινητοποίησης της τελευταίας στιγμής, όταν το νομοσχέδιο θα είναι ήδη στη Βουλή για ψήφιση.