Ενώ οι πολεμικές ιαχές της Ουάσιγκτον αποδείχτηκαν άλλο ένα προπαγανδιστικό ψέμα, οι ΗΠΑ συντηρούν το πολεμοκάπηλο κλίμα παρά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων
Ενεργώντας σαν παγκόσμιος προβοκάτορας και εμπρηστής του πολέμου ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, τα πολιτικά και προπαγανδιστικά επιτελεία του, τα αμερικάνικα ειδησεογραφικά πρακτορεία, ένα δίμηνο τώρα, είχαν ενορχηστρώσει και επιδίδονταν σε μια πρωτοφανή προπαγάνδα πολέμου προεξοφλώντας καθημερινά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η τελευταία ημερομηνία που έδιναν για την εισβολή ήταν την περασμένη Τετάρτη, 16 Φλεβάρη και ώρα στις 3.00 τα ξημερώματα. Ένα μάλιστα «έγκυρο» παγκόσμιο πρακτορείο, το Μπλούμπεργκ, ανακοίνωσε πριν λίγες μέρες ότι ξεκίνησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Με μια σειρά από υστερικές και συνάμα πανικόβλητες κινήσεις τα αμερικάνικα επιτελεία έστηναν ένα πολεμοκάπηλο σκηνικό. Εκκένωσαν την πρεσβεία τους στο Κίεβο και τη μετέφεραν σε άλλη πόλη, καλούσαν εσπευσμένα τους υπηκόους τους να εγκαταλείψουν άμεσα την Ουκρανία, ακύρωναν τις αεροπορικές πτήσεις, δημοσίευαν στρατιωτικούς χάρτες και υποδείκνυαν τα σημεία εισβολής, απαριθμούσαν τις ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις και τις θέσεις τους και κλιμάκωναν καθημερινά μια πολεμοχαρή προπαγάνδα που προφήτευε και προεξοφλούσε το ξέσπασμα του πολέμου.
Πόσα από όλα αυτά είχαν κόκκο αλήθειας και πόσα αποτελούσαν χοντροκομμένα ψεύδη σε ένα πόλεμο απατηλής προπαγάνδας, αυτό μπορούσαμε να το κρίνουμε αναλογιζόμενοι τα αντίστοιχα ψεύδη τους στους προηγούμενους πολέμους τους, όπως τον περίφημο «κορμοράνο» στον πρώτο πόλεμο των ΗΠΑ ενάντια στο Ιράκ το1991 και τα περιβόητα «όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ» που για αυτά εξαπέλυσαν το δεύτερο πόλεμο με τον οποίο κατέστρεψαν και υποδούλωσαν το Ιράκ, το 2003. Σε κάθε περίπτωση όλες αυτές οι ενέργειες και κινήσεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού αποτελούσαν ένα κράμα μιας τυχοδιωκτικής και συνάμα πανικόβλητης πολιτικής.Από την πλευρά της η Μόσχα όλο το διάστημα αυτό κατάγγελλε τις πολεμικές κραυγές της Ουάσιγκτον και δήλωνε ότι δεν θέλει πόλεμο και δεν σχεδίαζε καμιά εισβολή! Και όντως, την παραμονή της 16ης Φλεβάρη που προεξοφλούσε η Ουάσιγκτον τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, τον βομβαρδισμό του Κιέβου και την κατάκτησή του, -το φερέφωνό τους μάλιστα ο Ζελένσκι αποφάσισε και έκανε την ημέρα αυτή εθνική εορτή!, – η Ρωσία ανακοίνωσε πως τελείωσαν τα στρατιωτικά της γυμνάσια και οι δυνάμεις της ξεκίνησαν την αποχώρησή τους για την επιστροφή στη βάση τους, γελοιοποιώντας όλη αυτή την πολεμοκάπηλη προπαγάνδα των ΗΠΑ.
Παρότι όμως η Μόσχα ανακοίνωσε την αποχώρηση των στρατευμάτων της από τα σύνορα με την Ουκρανία, τόσο ο Μπάιντεν όσο και ο Μπλίνκεν συντηρούν το πολεμοκάπηλο κλίμα, υποδαυλίζουν την ένταση και συνεχίζουν με πολεμοχαρείς δηλώσεις τους να κάνουν λόγο για επικείμενη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Όλως τυχαίως μάλιστα, οι ειδήσεις έκαναν λόγο για «άγνωστης προέλευσης» βομβαρδισμούς στο Ντομπάς, που η Μόσχα κατάγγειλε ότι εξαπολύθηκαν από φασιστικές ουκρανικές δυνάμεις, μια στημένη προβοκάτσια για γενίκευση των συγκρούσεων. Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση παραμένει εύθραυστη και τα τύμπανα του πολέμου εξακολουθούν να ηχούν.
Ήταν φανερό, βέβαια, ότι η Ρωσία με τις στρατιωτικές κινήσεις της και τη μεταφορά χιλιάδων στρατιωτών στα σύνορα συντηρούσε δυο μήνες τώρα μια «πιστευτή απειλή εισβολής» και έστελνε το μήνυμα ότι, αν προχωρήσουν οι Δυτικοί στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, και δεν δώσουν τις «εγγυήσεις ασφαλείας» που διεκδικεί, τα ρωσόφωνα τμήματά της στις ανατολικές περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ θα έχουν την τύχη της Κριμαίας.
Η στάση Γερμανίας- Γαλλίας
Σε ό,τι αφορά τώρα την εξέλιξη και τα αποτελέσματα των αλλεπάλληλων επισκέψεων, συναντήσεων και διαπραγματεύσεων στην Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, ξεχώρισαν οι τηλεφωνικές συνομιλίες των προέδρων και των υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ και της Ρωσίας, καθώς και οι επισκέψεις του προέδρου της Γαλλίας Μακρόν στη Μόσχα και του καγκελάριου της Γερμανίας Σόλτς στην Ουάσιγκτον και τη ρωσική πρωτεύουσα. Αν και επεδίωκε με κάθε τρόπο η Ουάσιγκτον να εμφανίσει μια εικόνα ενότητας των δυτικών χωρών, ιδιαίτερα των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Γαλλίας απέναντι στη Μόσχα, ήταν δύσκολο να συγκαλυφθούν οι σοβαρές αντιθέσεις που υπήρχαν και εκδηλώνονταν δημόσια στο δυτικό στρατόπεδο. Οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης -αν εξαιρέσουμε τη Βρετανία, που λειτουργεί σαν προβοκατόρικη εμπροσθοφυλακή των Αμερικανών- πίεζαν και αναζητούσαν ένα συμβιβασμό με τη Μόσχα. Αρνούνταν όχι μόνο στα πλαίσια του ΝΑΤΟ να συμπαραταχθούν σε ενδεχόμενη στρατιωτική εμπλοκή στην Ουκρανία, αλλά δεν φαίνονταν πρόθυμες να προχωρήσουν σε «αποφασιστικές οικονομικές κυρώσεις» ενάντια στη Ρωσία, γιατί απλούστατα θα τις υποστούν αυτές, ιδιαίτερα αν έκλεινε η κάνουλα του φυσικού αερίου και δεν άνοιγε ποτέ αυτή του αγωγού Νοrd Stream.
Τώρα έκλεισε μια πρώτη φάση της κρίσης, αλλά είναι βέβαιο ότι ο δρόμος αυτός θα είναι μακρύς. Το βασικό ζήτημα που επιδιώκει να πετύχει η Ρωσία με τις Διεθνείς Συνθήκες που πρότεινε είναι να αποκλειστεί οποιαδήποτε νέα διεύρυνση του ΝΑΤΟ, να ματαιωθεί η εγκαθίδρυση αμερικάνικων στρατιωτικών βάσεων στις χώρες του πρώην σοβιετικού χώρου και να ανακληθούν οι σχετικές προσκλήσεις προς την Ουκρανία και τη Γεωργία για ένταξη στο ΝΑΤΟ. Στην πραγματικότητα βέβαια, με το περιεχόμενο των προτάσεών της η Μόσχα έκανε σαφές πως δεν θα αποδεχθεί πλέον την τρέχουσα κατάσταση -που αντιστοιχεί σε μια προηγούμενη περίοδο- και πως η Ρωσία και η Δύση πρέπει να επανακαθορίσουν τις σχέσεις τους και να αρχίσουν να τις οικοδομούν εξαρχής, υπονοώντας ότι οι σχέσεις αυτές πρέπει να αποτυπώνουν τις σημαντικές ανακατατάξεις που έχουν σημειωθεί και τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων που έχουν πλέον διαμορφωθεί στον πλανήτη, ύστερα από τα 30 χρόνια που πέρασαν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Από την άποψη αυτή, η Ρωσία προσήλθε στις συνομιλίες με ένα πρώτο πλεονέκτημα και ένα ισχυρό διαπραγματευτικό ατού, καθώς ήταν αυτή που έθεσε το ζήτημα της οικοδόμησης εξαρχής των σχέσεων με τις ΗΠΑ, απαιτώντας μια σειρά παραχωρήσεις, στις οποίες έσπευσαν να απαντήσουν οι Δυτικοί με έναν πυρετό διαπραγματεύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το προηγούμενο διάστημα οι αμερικανονατοϊκοί αγνοούσαν επιδεικτικά τα μηνύματα που έστελνε η Μόσχα και είχαν θέσει σε αχρηστία το Συμβούλιο ΝΑΤΟ-Ρωσίας, τώρα στο διάστημα του τελευταίου μήνα έχουν σημειωθεί τόσες συναντήσεις, τηλεδιασκέψεις και επικοινωνίες των κορυφαίων εκπροσώπων των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων όσες δεν είχαν πραγματοποιηθεί ολόκληρα χρόνια πριν.
Η Μόσχα αξιοποιεί τις δυνατότητες που απέκτησε τα τελευταία χρόνια και ταυτόχρονα εκμεταλλεύεται την αναγκαστική στροφή της Ουάσιγκτον στην Ασία-Ειρηνικό, επιδιώκοντας να ανατρέψει τις προηγούμενες «ρυθμίσεις» και συμφωνίες που της επιβλήθηκαν και να επιβάλει νέες, περισσότερο επωφελείς για την ίδια, αποσπώντας όσες περισσότερες παραχωρήσεις και «εγγυήσεις ασφαλείας» μπορεί από τις ΗΠΑ.
Τώρα που κατέπεσε η προπαγανδιστική σκόνη, θα διαφανούν οι προθέσεις
της ηγεσίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στις διαπραγματεύσεις, όσο
χρονοβόρες και αν αποδειχθούν και από όσες φάσεις, επεισόδια και
διακυμάνσεις περάσουν. Είναι φανερό πως η αποχώρηση των ρωσικών
δυνάμεων συνοδεύτηκε από ορισμένες παραχωρήσεις από την πλευρά της Δύσης προς τη Μόσχα που μετέφεραν και συζήτησαν οι Μακρόν – Σολτς με τον Πούτιν. Κάποιες παραχωρήσεις της Δύσης έγιναν δημόσια γνωστές -όπως το «πάγωμα» της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ-
και κάποιες έγιναν κάτω από το τραπέζι, μυστικές, που πιθανόν να
γίνουν γνωστές το επόμενο διάστημα. Το βέβαιο είναι πως ΗΠΑ – Ρωσία
κατέληξαν σε ένα προσωρινό συμβιβασμό στη βάση των ιδιαίτερων επιδιώξεων
της κάθε πλευράς που θα φανεί το επόμενο διάστημα ο χαρακτήρας, το
περιεχόμενο και η διάρκεια του συμβιβασμού τους.
Αυτό που πρέπει να
ξεκαθαριστεί είναι ότι οι όποιες συμφωνίες μπορεί να γίνουν ανάμεσα στις
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αυτές -όπως δείχνει η πραγματικότητα- έχουν
προσωρινό χαρακτήρα, υπόκεινται σε συνεχείς αναθεωρήσεις με βάση το
δοσμένο συσχετισμό δυνάμεων κάθε φορά και γίνονται στην προοπτική ενός
ακόμη πιο σκληρού ανταγωνισμού για την παγκόσμια ηγεμονία. Το βασικό
στοιχείο που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είναι
ο άγριος ανταγωνισμός και η διαπάλη τους για την αναδιανομή των ζωνών
επιρροής και το ξαναμοίρασμα των αγορών, η εξαπόλυση κατακτητικών
πολέμων και επεμβάσεων για την υποδούλωση εθνών και χωρών και η
κατάπνιξη του αγώνα των λαών για την εθνική και κοινωνική τους
απελευθέρωση.
Η προοπτική των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας – Ρωσίας
Το ζήτημα είναι ποια απάντηση θα δώσουν τελικά οι ΗΠΑ στις προτάσεις της Μόσχας για «εγγυήσεις ασφαλείας» στην Ευρώπη και γενικότερα ποια στάση θα υιοθετήσουν απέναντι στη Ρωσία, καθώς φαίνεται ότι, τα τελευταία χρόνια, το ζήτημα αυτό αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα και δίλημμα που διχάζει τα επιτελεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όπως φάνηκε ήδη από την περίοδο της προεδρίας Τραμπ και όπως διαπιστώθηκε ξανά στη διάρκεια αυτής της κρίσης. Το ζήτημα, δηλαδή, είναι αν ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός θα κλιμακώσει τυχοδιωκτικά την αντιπαράθεσή του ταυτόχρονα και στα δύο μέτωπα -και με την Κίνα και με τη Ρωσία- ή αν θα παίξει το ρωσικό «χαρτί» -προσφέροντας μια σειρά ανταλλάγματα στη Μόσχα, πάνω και κάτω από το τραπέζι, προσφεύγοντας σε φανερές ή μυστικές συμφωνίες και συμβιβασμούς για να μην τη σπρώξει σε συμμαχία με το Πεκίνο- και θα επικεντρωθεί βασικά στο μέτωπο της Κίνας που απειλεί προοπτικά να τον εκθρονίσει από την παγκόσμια κορυφή.
Η συνάντηση Σι Τζινπίνγκ και Πούτιν στην έναρξη των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο έστειλε ισχυρό μήνυμα συμπαράταξης των δυο ιμπεριαλιστικών δυνάμεων απέναντι στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τους «πρόθυμους συμμάχους» του στην Ευρώπη και την Ασία. Ο κινέζος πρόεδρος έκφρασε την ισχυρή υποστήριξη στις προτάσεις – απαιτήσεις της Ρωσίας προς τις ΗΠΑ για τις «εγγυήσεις ασφαλείας». Έτσι και αλλιώς μια μεγαλύτερη εμπλοκή των ΗΠΑ στην Ευρώπη μόνο θετικά μπορούσε να την εισπράξει το Πεκίνο. Κατά πρώτο μια κρίση στην Ευρώπη δεσμεύει, απορροφά δυνάμεις και θέτει σε δοκιμασία την αμερικάνικη επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη, λειτουργώντας ως περισπασμός για την ηγεσία των ΗΠΑ, η οποία έχει τα βλέμματα στραμμένα στην Κίνα, θεωρώντας την σαν τον σημαντικότερο στρατηγικό αντίπαλο για τον αιώνα που διανύουμε. Μάλιστα τις μέρες που κορυφωνόταν η κρίση ανάμεσα σε ΗΠΑ – Ρωσία, ο υπουργός Εξωτερικών Μπλίνκεν είχε συνάντηση στην Καμπέρα της Αυστραλίας, στις 10 Φλεβάρη, με τους υπουργούς Εξωτερικών του σχήματος Quad (ΗΠΑ, Ινδία, Ιαπωνία, Αυστραλία), στα πλαίσια του σκληρού ανταγωνισμού με την Κίνα. Οι δηλώσεις του ήταν χαρακτηριστικές για την παγκόσμια κατάσταση και την πολιτική των ΗΠΑ. «Τα ενδιαφέροντά μας είναι παγκόσμια και έχουμε εστιάσει πάρα πολύ στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού και όλο τον Ινδο-Ειρηνικό», δήλωσε. Σε μια έμμεση αλλά σαφή αναφορά στην Κίνα, υποστήριξε ότι το σχήμα Quad «μετατρέπεται σε έναν πανίσχυρο μηχανισμό, για την ενίσχυση της θαλάσσιας ασφάλειας και την απώθηση της επιθετικότητας και του εκφοβισμού στον Ινδο- Ειρηνικό». Σε ερώτηση για το γεγονός ότι επέλεξε να βρεθεί στον Ειρηνικό, παρά τις ραγδαίες εξελίξεις στην Ανατολική Ευρώπη, σημείωσε ότι η επίσκεψή του «επιβεβαιώνει ότι για μας, ως έθνος του Ειρηνικού, βλέπουμε το μέλλον σε αυτήν την περιοχή και πρέπει κανείς να μένει εστιασμένος στο σημαντικό ακόμα κι αν αντιμετωπίζει μια πρόκληση της στιγμής».
Μ-Λ ΚΚΕ